προτίμησις: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0793.png Seite 793]] ἡ, das Ehren oder Schätzen vor Andern, Thuc. 1, 32. 3, 82. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0793.png Seite 793]] ἡ, das Ehren oder Schätzen vor Andern, Thuc. 1, 32. 3, 82. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />prédilection, préférence pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[προτιμάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προτίμησις''': [ῑ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προτιμᾶν, ἀριστοκρατίας [[προτίμησις]] Θουκ. 3. 82· ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. Η΄, 140· κατὰ προτίμησιν Ρήτορες (Walz) 3. 708. | |lstext='''προτίμησις''': [ῑ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προτιμᾶν, ἀριστοκρατίας [[προτίμησις]] Θουκ. 3. 82· ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. Η΄, 140· κατὰ προτίμησιν Ρήτορες (Walz) 3. 708. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:42, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, honouring before or above others, preference, Th. 3.82: pl., Poll.8.140; assigning a higher value to, τῶν αὐτῶν ἡ π. καὶ ἡ αἵρεσις Plot.6.7.20; κατὰ προτίμησιν in order of importance, τὸ κ. π. σχῆμα (sc. μάλιστα μέν . . κτλ.) Hermog.Id.1.11. (Dor. προτίμᾱσις is dub. in SIG943.13 (Cos, iii B.C.).)
German (Pape)
[Seite 793] ἡ, das Ehren oder Schätzen vor Andern, Thuc. 1, 32. 3, 82.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
prédilection, préférence pour, gén..
Étymologie: προτιμάω.
Greek (Liddell-Scott)
προτίμησις: [ῑ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προτιμᾶν, ἀριστοκρατίας προτίμησις Θουκ. 3. 82· ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. Η΄, 140· κατὰ προτίμησιν Ρήτορες (Walz) 3. 708.
Greek Monotonic
προτίμησις: [ῑ], ἡ, τιμή, σεβασμός (σε κάποιον) περισσότερο απ' ότι στους άλλους, προτίμηση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προτίμησις: εως (τῑ) ἡ предпочтение: ἰσονομίας πολιτικῆς προτιμήσει Thuc. в силу склонности к политическому равноправию; κατὰ προτίμησιν рит. в порядке (возрастающей или убывающей) важности.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προτίμησις -εως, ἡ [προτιμάω] voorkeur.
Middle Liddell
προτί¯μησις, εως, [from προτῑμάω]
an honouring before others, preference, Thuc.