σιγμός: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0878.png Seite 878]] ὁ, das Zischen, Arist. H. A. 4, 9; der Zischlaut, S. Emp. adv. gramm. 102; auch [[σισμός]], Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0878.png Seite 878]] ὁ, das Zischen, Arist. H. A. 4, 9; der Zischlaut, S. Emp. adv. gramm. 102; auch [[σισμός]], Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />sifflement.<br />'''Étymologie:''' [[σίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σιγμός''': ὁ, ([[σίζω]]) τὸ σίζειν, [[σύριγμα]], ἢ συριστικὸς [[ἦχος]], οἷος ὁ τῶν χελωνῶν,· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 9· ὡς [[σημεῖον]], Πλούτ. 2. 593Β· παρὰ τοῖς γραμματ., ἐπὶ συριστικῶν γραμμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 102. | |lstext='''σιγμός''': ὁ, ([[σίζω]]) τὸ σίζειν, [[σύριγμα]], ἢ συριστικὸς [[ἦχος]], οἷος ὁ τῶν χελωνῶν,· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 9· ὡς [[σημεῖον]], Πλούτ. 2. 593Β· παρὰ τοῖς γραμματ., ἐπὶ συριστικῶν γραμμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 102. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:51, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, (σίζω) hissing, as of tortoises, Arist.HA536a7; as a signal, Plu.2.593b; in Magic, Plot.2.9.14; in Gramm., of sibilants, D.T.631.18, Phld.Po.Herc.994.33, S.E.M.1.102.
German (Pape)
[Seite 878] ὁ, das Zischen, Arist. H. A. 4, 9; der Zischlaut, S. Emp. adv. gramm. 102; auch σισμός, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
sifflement.
Étymologie: σίζω.
Greek (Liddell-Scott)
σιγμός: ὁ, (σίζω) τὸ σίζειν, σύριγμα, ἢ συριστικὸς ἦχος, οἷος ὁ τῶν χελωνῶν,· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 9· ὡς σημεῖον, Πλούτ. 2. 593Β· παρὰ τοῖς γραμματ., ἐπὶ συριστικῶν γραμμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 102.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σίζω, συριστικός ήχος, συριγμός («ἀφίησι... τὰ μὲν συριγμόν,... τὰ δὲ σιγμὸν μικρόν, ὥσπερ αἱ χελῶναι», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
σιγμός: ὁ
1) свист (sc. τῶν χελωνῶν Arst.);
2) свистящее звучание (sc. τοῦ σίγμα Sext.).