σιδηρόχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] von Eisen und Kupfer, [[τομή]], Luc. Ocyp. 96.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] von Eisen und Kupfer, [[τομή]], Luc. Ocyp. 96.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fait de fer et de cuivre.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[χαλκός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηρόχαλκος''': -ον, ὁ ἐκ σιδήρου καὶ χαλκοῦ, [[τομή]] Λουκ. Ὠκύπ. 90.
|lstext='''σῐδηρόχαλκος''': -ον, ὁ ἐκ σιδήρου καὶ χαλκοῦ, [[τομή]] Λουκ. Ὠκύπ. 90.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fait de fer et de cuivre.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[χαλκός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:59, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόχαλκος Medium diacritics: σιδηρόχαλκος Low diacritics: σιδηρόχαλκος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: sidēróchalkos Transliteration B: sidērochalkos Transliteration C: sidirochalkos Beta Code: sidhro/xalkos

English (LSJ)

ον, of iron and copper, τομή Luc. Ocyp.96, cf. Zos.Alch.p.214B.

German (Pape)

[Seite 880] von Eisen und Kupfer, τομή, Luc. Ocyp. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait de fer et de cuivre.
Étymologie: σίδηρος, χαλκός.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόχαλκος: -ον, ὁ ἐκ σιδήρου καὶ χαλκοῦ, τομή Λουκ. Ὠκύπ. 90.

Greek Monolingual

ο / σιδηρόχαλκος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
κράμα από σίδηρο και χαλκό
αρχ.
αυτός που αποτελείται από σίδηρο και χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + χαλκός.

Greek Monotonic

σῑδηρόχαλκος: -ον, αυτός που είναι κατασκευασμένος από σίδηρο και χαλκό, τομή, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόχαλκος: сделанный из железа и меди (τομή Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόχαλκος -ον [σίδηρος, χάλκος] van ijzer en brons. [Luc.] 74.96.

Middle Liddell

σῐδηρό-χαλκος, ον,
of iron and copper, τομή Luc.