σπουδαστός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=spoudasto/s
|Beta Code=spoudasto/s
|Definition=ή, όν, [[that deserves to be sought]] or [[tried zealously]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hp.Ma.</span>297b</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1163b25</span>.
|Definition=ή, όν, [[that deserves to be sought]] or [[tried zealously]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hp.Ma.</span>297b</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1163b25</span>.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />digne d'être recherché.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπουδαστός''': -ή, -όν, ὁ [[ἄξιος]] νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.
|lstext='''σπουδαστός''': -ή, -όν, ὁ [[ἄξιος]] νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />digne d'être recherché.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαστός Medium diacritics: σπουδαστός Low diacritics: σπουδαστός Capitals: ΣΠΟΥΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: spoudastós Transliteration B: spoudastos Transliteration C: spoudastos Beta Code: spoudasto/s

English (LSJ)

ή, όν, that deserves to be sought or tried zealously, Pl.Hp.Ma.297b, Arist.EN1163b25.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d'être recherché.
Étymologie: σπουδάζω.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαστός: -ή, -όν, ὁ ἄξιος νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σπουδάζω
αυτός με τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί πρόθυμα και μεθοδικά κάποιος.

Greek Monotonic

σπουδαστός: -ή, -όν (σπουδάζω), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με προθυμία ή να δοκιμαστεί με ζήλο, άξιος σπουδής, σπουδαίος, σημαντικός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαστός: [adj. verb. к σπουδάζω заслуживающий стараний, достойный усилий, значительный Plat. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαστός -ή -όν [σπουδάζω] waar men zijn best voor doet, waard om na te streven.

Middle Liddell

σπουδαστός, ή, όν σπουδάζω
that deserves to be sought or tried zealously, Plat.