συμπροπέμπω: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] mit, zugleich, zusammen geleiten; Ar. Ran. 403. 414; Her. 9, 1; τινὰ ναυσίν, Thuc. 1, 27; Xen. Cyr. 1, 6, 1. 3, 3, 4. 8, 4, 27. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] mit, zugleich, zusammen geleiten; Ar. Ran. 403. 414; Her. 9, 1; τινὰ ναυσίν, Thuc. 1, 27; Xen. Cyr. 1, 6, 1. 3, 3, 4. 8, 4, 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=escorter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προπέμπω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπροπέμπω''': [[προπέμπω]], [[συνοδεύω]], [[ὁμοῦ]], τινὰ Ἡρόδ. 9. 1, Ἀριστοφ. Βάτρ. 403, 413, Ξεν., κτλ.· σ. τινὰ ναυσὶν Θουκ. 1. 27· τὸ σῶμά τινος, ἐν νεκρικῇ πομπῇ ἢ κηδείᾳ, Διονύσ. Ἁλ. 8. 59. | |lstext='''συμπροπέμπω''': [[προπέμπω]], [[συνοδεύω]], [[ὁμοῦ]], τινὰ Ἡρόδ. 9. 1, Ἀριστοφ. Βάτρ. 403, 413, Ξεν., κτλ.· σ. τινὰ ναυσὶν Θουκ. 1. 27· τὸ σῶμά τινος, ἐν νεκρικῇ πομπῇ ἢ κηδείᾳ, Διονύσ. Ἁλ. 8. 59. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:12, 2 October 2022
English (LSJ)
join in escorting, τινα Hdt.9.1, Ar.Ra.404,410, X.Cyr.1.6.1, etc.; σ. τινὰ ναυσίν Th.1.27; τὸ σῶμά τινος, in funeral procession, D.H.8.59.
German (Pape)
[Seite 990] mit, zugleich, zusammen geleiten; Ar. Ran. 403. 414; Her. 9, 1; τινὰ ναυσίν, Thuc. 1, 27; Xen. Cyr. 1, 6, 1. 3, 3, 4. 8, 4, 27.
French (Bailly abrégé)
escorter ensemble.
Étymologie: σύν, προπέμπω.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροπέμπω: προπέμπω, συνοδεύω, ὁμοῦ, τινὰ Ἡρόδ. 9. 1, Ἀριστοφ. Βάτρ. 403, 413, Ξεν., κτλ.· σ. τινὰ ναυσὶν Θουκ. 1. 27· τὸ σῶμά τινος, ἐν νεκρικῇ πομπῇ ἢ κηδείᾳ, Διονύσ. Ἁλ. 8. 59.
Greek Monolingual
Α προπέμπω
1. προπέμπω κι εγώ, κατευοδώνω κάποιον μαζί με τους άλλους
2. μετέχω σε νεκρική πομπή
3. συνοδεύω κι εγώ («ἐδεήθησαν δὲ καὶ τῶν Μεγαρέων ναυσὶ σφᾱς ξυμπροπέμψαι», Θουκ.)
4. στέλνω μαζί εκ τών προτέρων («τοῦ Πατρὸς... ἀποστέλλοντος τὸν υἱὸν συναποστέλλει καὶ συμπροπέμπει τὸ ἅγιον πνεῦμα... ἐν καιρῷ ὑπισχνούμενον καταβῆναι πρὸς τὸν υἱόν», Ωριγ.).
Greek Monotonic
συμπροπέμπω: μέλ. -ψω, συνοδεύω, ξεπροβοδίζω από κοινού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· συμπροπέμπω τινὰ ναυσίν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμπροπέμπω: совместно следовать (за кем-л.), вместе сопровождать, эскортировать (τινά Her., Thuc., Arph., Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-προπέμπω Att. ook ξυμπροπέμπω [σύν, προπέμπω] mede escorteren, helpen uitgeleide te doen.
Middle Liddell
fut. ψω
to join in escorting, Hdt., Ar., etc.; ς. τινὰ ναυσίν Thuc.