τάσις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1072.png Seite 1072]] εως, ἡ, Spannung, Anspannung, Ausdehnung; πεδίων, Eur. Bacch. 748; ὀφρ ύων, das Emporziehen der Augenbrauen, Diosc. 3 (XII, 42); φωνῆς, Plut. stoic. repugn. 28; τάσιν [[λαβεῖν]], von Geschossen, Sull. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1072.png Seite 1072]] εως, ἡ, Spannung, Anspannung, Ausdehnung; πεδίων, Eur. Bacch. 748; ὀφρ ύων, das Emporziehen der Augenbrauen, Diosc. 3 (XII, 42); φωνῆς, Plut. stoic. repugn. 28; τάσιν [[λαβεῖν]], von Geschossen, Sull. 18.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />tension (d'un membre, d'un muscle, <i>etc.</i>) : φωνής PLUT tension <i>ou</i> élévation de la voix ; <i>fig.</i> effort.<br />'''Étymologie:''' [[τείνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τάσις''': [ᾰ], εως, ἡ, ([[τείνω]]) τέντωμα, τῆς κοιλίης Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· τοῦ οἰσοφάγου Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 11, 4, πρβλ. 3. 3, 4· τάσιν ἔχω, ἐπιδέχομαι τάσιν, τέντωμα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 1, κ. ἀλλ.· ὀφρύων τ., [[ὕψωσις]] τῶν ὀφρύων, Ἀνθ. Π. 12. 42. 2) τὸ ἐκτείνειν, τ. ἐπὶ [[μῆκος]] καὶ ἐπὶ [[πλάτος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· ἡ τῆς φωνῆς τ., [[ὕψωσις]], [[ἰσχυροποίησις]] τῆς φωνῆς, Πλούτ. 2. 1047Α· [[ὕψωσις]] τοῦ τόνου ἢ φθόγγου ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ αὐτ. 2. 1020Ε· ἐπὶ τῆς ὀξείας τάσεως, δηλ. τοῦ τόνου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 11, πρβλ. 158, Ἀθήν. 53Α. 3) [[ἔντασις]], [[δύναμις]], τάσιν λαβεῖν, ἐπὶ βελῶν, Πλουτ. Σύλλ. 18.
|lstext='''τάσις''': [ᾰ], εως, ἡ, ([[τείνω]]) τέντωμα, τῆς κοιλίης Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· τοῦ οἰσοφάγου Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 11, 4, πρβλ. 3. 3, 4· τάσιν ἔχω, ἐπιδέχομαι τάσιν, τέντωμα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 1, κ. ἀλλ.· ὀφρύων τ., [[ὕψωσις]] τῶν ὀφρύων, Ἀνθ. Π. 12. 42. 2) τὸ ἐκτείνειν, τ. ἐπὶ [[μῆκος]] καὶ ἐπὶ [[πλάτος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· ἡ τῆς φωνῆς τ., [[ὕψωσις]], [[ἰσχυροποίησις]] τῆς φωνῆς, Πλούτ. 2. 1047Α· [[ὕψωσις]] τοῦ τόνου ἢ φθόγγου ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ αὐτ. 2. 1020Ε· ἐπὶ τῆς ὀξείας τάσεως, δηλ. τοῦ τόνου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 11, πρβλ. 158, Ἀθήν. 53Α. 3) [[ἔντασις]], [[δύναμις]], τάσιν λαβεῖν, ἐπὶ βελῶν, Πλουτ. Σύλλ. 18.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />tension (d'un membre, d'un muscle, <i>etc.</i>) : φωνής PLUT tension <i>ou</i> élévation de la voix ; <i>fig.</i> effort.<br />'''Étymologie:''' [[τείνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάσις Medium diacritics: τάσις Low diacritics: τάσις Capitals: ΤΑΣΙΣ
Transliteration A: tásis Transliteration B: tasis Transliteration C: tasis Beta Code: ta/sis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, (τείνω) A stretching, tension, τῆς κοιλίης f.l. in one cod. for στάσις, Hp.Acut.37; τοῦ οἰσοφάγου Arist.PA691a1, cf. 664a32; τάσιν ἔχειν to be capable of tension, Id.HA515b16,al.; ὀφρύων τ. contraction of the eyebrows, AP12.42 (Diosc.); of tension accompanying inflammation, Sor.2.19, Gal.10.66. 2 extension, τ. ἐπὶ μῆκος καὶ ἐπὶ πλάτος Arist.HA495b23. 3 τάσεις τῆς φωνῆς pitch of the voice, Stoic.2.96; in music, Plu.2.1020e, cf. 1133c; of the accents, τάσεις φωνῆς αἱ καλούμεναι προσῳδίαι D.H.Comp.19; ὀξεῖα τ. Ath.2.53a. 4 intensity, force, τάσιν λαβεῖν, of darts, Plu.Sull.18. 5 fixing of the eyes upon an object, Lib.Or.61.9. II = tentigo, Gloss. 2 = menta, ib. (also written tarsis, ib.).

German (Pape)

[Seite 1072] εως, ἡ, Spannung, Anspannung, Ausdehnung; πεδίων, Eur. Bacch. 748; ὀφρ ύων, das Emporziehen der Augenbrauen, Diosc. 3 (XII, 42); φωνῆς, Plut. stoic. repugn. 28; τάσιν λαβεῖν, von Geschossen, Sull. 18.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
tension (d'un membre, d'un muscle, etc.) : φωνής PLUT tension ou élévation de la voix ; fig. effort.
Étymologie: τείνω.

Greek (Liddell-Scott)

τάσις: [ᾰ], εως, ἡ, (τείνω) τέντωμα, τῆς κοιλίης Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· τοῦ οἰσοφάγου Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 11, 4, πρβλ. 3. 3, 4· τάσιν ἔχω, ἐπιδέχομαι τάσιν, τέντωμα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 1, κ. ἀλλ.· ὀφρύων τ., ὕψωσις τῶν ὀφρύων, Ἀνθ. Π. 12. 42. 2) τὸ ἐκτείνειν, τ. ἐπὶ μῆκος καὶ ἐπὶ πλάτος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· ἡ τῆς φωνῆς τ., ὕψωσις, ἰσχυροποίησις τῆς φωνῆς, Πλούτ. 2. 1047Α· ὕψωσις τοῦ τόνου ἢ φθόγγου ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ αὐτ. 2. 1020Ε· ἐπὶ τῆς ὀξείας τάσεως, δηλ. τοῦ τόνου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 11, πρβλ. 158, Ἀθήν. 53Α. 3) ἔντασις, δύναμις, τάσιν λαβεῖν, ἐπὶ βελῶν, Πλουτ. Σύλλ. 18.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ
βλ. τάση.

Greek Monotonic

τάσις: [ᾰ], -εως, ἡ (τείνω), τέντωμα, ένταση, δύναμη, σε Πλούτ.· ὀφρύων τάσις, ύψωμα των φρυδιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τάσις: εως (ᾰ) ἡ τείνω
1) растягивание, растяжение (τοῦ οἰσοφάγου Arst.);
2) растяжимость: τάσιν ἔχειν Arst. быть растяжимым;
3) стягивание, сдвигание (ὀφρύων Anth.);
4) напряжение (τῆς φωνῆς Plut.): τάσιν λαβεῖν Plut. приобрести стремительность;
5) протяжение (ἐπὶ μῆκος Arst.);
6) грам. напряжение, ударение: βαρεῖαι τάσεις καὶ ὀξεῖαι тяжелые и острые ударения.

Middle Liddell

τᾰ́σις, εως, τείνω
tension, intensity, force, Plut.; Ὀφρύων τ. a raising of the eye-brows, Anth.