χῖδρον: Difference between revisions
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=xi=dron | |Beta Code=xi=dron | ||
|Definition=τό, mostly in plural χῖδρα, τά, [[unripe wheaten-groats]], rubbed from the ear in the hands, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>806</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Pax</span>595</span> (troch.) (cf. Sch. ad locc., Suid.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>129.13</span> (iii B. C.), <span class="bibl">Alex.Trall.1.13</span>, <span class="bibl">2.1</span>, al.; νέα πεφρυγμένα χ. <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>2.14</span>, cf. <span class="bibl">23.14</span>: sg., <span class="bibl">Alcm.75</span>; χίδρα, ἡ, is corrupt in Hsch.; χέδρα is [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Ph.1.180</span>. | |Definition=τό, mostly in plural χῖδρα, τά, [[unripe wheaten-groats]], rubbed from the ear in the hands, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>806</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Pax</span>595</span> (troch.) (cf. Sch. ad locc., Suid.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>129.13</span> (iii B. C.), <span class="bibl">Alex.Trall.1.13</span>, <span class="bibl">2.1</span>, al.; νέα πεφρυγμένα χ. <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>2.14</span>, cf. <span class="bibl">23.14</span>: sg., <span class="bibl">Alcm.75</span>; χίδρα, ἡ, is corrupt in Hsch.; χέδρα is [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Ph.1.180</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />grain de blé frais.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῖδρον''': τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χῖδρα, τά, χλωρὸς [[σῖτος]] τετριμμένος ἐκ τῶν σταχύων ἢ χονδροκοπανισμένος ὡς [[εἶναι]] τὰ ἄλφιτα, ἡ χονδοκοπανισμένη [[κριθή]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 806, Εἰρ. 595· νέα πεφρυγμένα χ. Ἑβδ. (Λευ. Β΄, 14, πρβλ. ΚΓ΄)· - τὸ ἑνικ. παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 63. - Περὶ τῆς λέξ. ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Casaub. εἰς Ἀθήν. 648Β· - ὁ [[τύπος]] χίδρα, ἡ, προῆλθεν ἐξ ἡμαρτημένης τινὸς γλώσσης τοῦ Ἡσυχίου, [[ἔνθα]]: «χίδρα· στάχυες νεογενεῖς. ἢ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα. ἢ [[σῖτος]] [[νέος]] φρυττόμενος. ἢ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [Τὸ ι [[εἶναι]] [[μακρόν]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. καὶ ἐκ τοῦ τύπου χείδρα ([[ἔνθα]] νῦν χίδρα) παρὰ τῷ Σουΐδ.· [[ὥστε]] αἱ συνήθεις αἰτιατικαὶ χίδρον, χίδρα, [[εἶναι]] ἡμαρτημέναι]. | |lstext='''χῖδρον''': τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χῖδρα, τά, χλωρὸς [[σῖτος]] τετριμμένος ἐκ τῶν σταχύων ἢ χονδροκοπανισμένος ὡς [[εἶναι]] τὰ ἄλφιτα, ἡ χονδοκοπανισμένη [[κριθή]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 806, Εἰρ. 595· νέα πεφρυγμένα χ. Ἑβδ. (Λευ. Β΄, 14, πρβλ. ΚΓ΄)· - τὸ ἑνικ. παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 63. - Περὶ τῆς λέξ. ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Casaub. εἰς Ἀθήν. 648Β· - ὁ [[τύπος]] χίδρα, ἡ, προῆλθεν ἐξ ἡμαρτημένης τινὸς γλώσσης τοῦ Ἡσυχίου, [[ἔνθα]]: «χίδρα· στάχυες νεογενεῖς. ἢ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα. ἢ [[σῖτος]] [[νέος]] φρυττόμενος. ἢ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [Τὸ ι [[εἶναι]] [[μακρόν]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. καὶ ἐκ τοῦ τύπου χείδρα ([[ἔνθα]] νῦν χίδρα) παρὰ τῷ Σουΐδ.· [[ὥστε]] αἱ συνήθεις αἰτιατικαὶ χίδρον, χίδρα, [[εἶναι]] ἡμαρτημέναι]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:20, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, mostly in plural χῖδρα, τά, unripe wheaten-groats, rubbed from the ear in the hands, Ar.Eq.806 (anap.), Pax595 (troch.) (cf. Sch. ad locc., Suid.), PCair.Zen.129.13 (iii B. C.), Alex.Trall.1.13, 2.1, al.; νέα πεφρυγμένα χ. LXX Le.2.14, cf. 23.14: sg., Alcm.75; χίδρα, ἡ, is corrupt in Hsch.; χέδρα is v.l. in Ph.1.180.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
grain de blé frais.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek (Liddell-Scott)
χῖδρον: τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χῖδρα, τά, χλωρὸς σῖτος τετριμμένος ἐκ τῶν σταχύων ἢ χονδροκοπανισμένος ὡς εἶναι τὰ ἄλφιτα, ἡ χονδοκοπανισμένη κριθή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 806, Εἰρ. 595· νέα πεφρυγμένα χ. Ἑβδ. (Λευ. Β΄, 14, πρβλ. ΚΓ΄)· - τὸ ἑνικ. παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 63. - Περὶ τῆς λέξ. ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Casaub. εἰς Ἀθήν. 648Β· - ὁ τύπος χίδρα, ἡ, προῆλθεν ἐξ ἡμαρτημένης τινὸς γλώσσης τοῦ Ἡσυχίου, ἔνθα: «χίδρα· στάχυες νεογενεῖς. ἢ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα. ἢ σῖτος νέος φρυττόμενος. ἢ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [Τὸ ι εἶναι μακρόν, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. καὶ ἐκ τοῦ τύπου χείδρα (ἔνθα νῦν χίδρα) παρὰ τῷ Σουΐδ.· ὥστε αἱ συνήθεις αἰτιατικαὶ χίδρον, χίδρα, εἶναι ἡμαρτημέναι].
Greek Monotonic
χῖδρον: τό, κυρίως σε πληθ. χῖδρα, τά, χλωρά σιτάρια, στάχυα, όπως ἄλφιτα είναι τα κοπανισμένα, αλεσμένα σιτάρια, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
χῖδρον, ου, τό, mostly in plural]
unripe wheaten groats, as ἄλφιτα are barley-groats, Ar.
Frisk Etymology German
χῖδρον: {khĩdron}
Forms: meist pl. -ρα
Grammar: n.
Meaning: ‘Gericht von frischen Gerstenkörnern od. anderen Vegetabilien’ (Alkm., Ar., LXX, hell. Pap. u.a.);
Derivative: davon χιδρίας πυρός unreifer Weizen (Ar.Fr. 889).
Etymology: Unerklärt, wohl Fremdwort; nach Sch. Ar. Pax 595 ἔδεσμα περὶ Καρίαν. — Versuch, das Wort mit κριθή zusammenzubringen, von Pisani Ist. Lomb. 77, 565 f.
Page 2,1099