ἀεικέλιος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[αἰκέλιος]].
|dgtxt=v. [[αἰκέλιος]].
}}
{{bailly
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br />inconvenant, honteux, déplorable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[εἴκελος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀεικέλιος''': α, ον. Ὀδ. Δ. 244· ἀλλὰ καὶ -ος, -ον, Τ. 341· [[παράλληλος]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[ἀεικής]], Ὀδ. Ν. 402., Ἰλ. Ξ. 84, Ἠρόδ. - συνεσταλμ. [[αἰκέλιος]], Θέογν. 1344. Εὐρ. Ἀνδρ. 131. (λυρ.)· - ἐπὶ πραγμάτων, λόγων καὶ πράξεων· σπανιώτερον ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Ζ. 212· - ἐπίρρ. -ίως, Ὀδ. Θ. 231, Π. 109.
|lstext='''ἀεικέλιος''': α, ον. Ὀδ. Δ. 244· ἀλλὰ καὶ -ος, -ον, Τ. 341· [[παράλληλος]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[ἀεικής]], Ὀδ. Ν. 402., Ἰλ. Ξ. 84, Ἠρόδ. - συνεσταλμ. [[αἰκέλιος]], Θέογν. 1344. Εὐρ. Ἀνδρ. 131. (λυρ.)· - ἐπὶ πραγμάτων, λόγων καὶ πράξεων· σπανιώτερον ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Ζ. 212· - ἐπίρρ. -ίως, Ὀδ. Θ. 231, Π. 109.
}}
{{bailly
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br />inconvenant, honteux, déplorable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[εἴκελος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 11:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεικέλιος Medium diacritics: ἀεικέλιος Low diacritics: αεικέλιος Capitals: ΑΕΙΚΕΛΙΟΣ
Transliteration A: aeikélios Transliteration B: aeikelios Transliteration C: aeikelios Beta Code: a)eike/lios

English (LSJ)

α, ον, Od.4.244, also ος, ον 19.341; poet. form of ἀεικής (inconvenient, unworthy, fatal, worthless, cowardly), 13.402, Il.14.84; contr. αἰκέλιος Thgn.1344, E.Andr.131 (lyr.): —of things, words, and actions; more rarely of persons, Od.6.242. Adv. ἀεικελίως = in an unfitting way, unworthily Od.8.231, 16.109, B.3.45.

Spanish (DGE)

v. αἰκέλιος.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
inconvenant, honteux, déplorable.
Étymologie: , εἴκελος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεικέλιος: α, ον. Ὀδ. Δ. 244· ἀλλὰ καὶ -ος, -ον, Τ. 341· παράλληλος ποιητ. τύπος τοῦ ἀεικής, Ὀδ. Ν. 402., Ἰλ. Ξ. 84, Ἠρόδ. - συνεσταλμ. αἰκέλιος, Θέογν. 1344. Εὐρ. Ἀνδρ. 131. (λυρ.)· - ἐπὶ πραγμάτων, λόγων καὶ πράξεων· σπανιώτερον ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Ζ. 212· - ἐπίρρ. -ίως, Ὀδ. Θ. 231, Π. 109.

English (Autenrieth)

2 and 3, = ἀεικής: ill-favored, Od. 6.242; adv., ἀεικελίως: disgracefully.

Greek Monotonic

ἀεικέλιος: -α, -ον ή -ος, -ον = ἀεικής, σε Όμηρ., Ηρόδ.· συνηρ. αἰκέλιος, σε Θέογν., Ευρ.· επίρρ. -ίως, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀεικέλιος: и ἀεικής 2
1) недостойный, оскорбительный, унизительный, позорный (λοιγός, πληγαί Hom.; δεσμός Aesch.; δουλοσύνη Plut.);
2) непристойный, неприличный (ἔπεα Her.);
3) жалкий, плохой (χιτῶν Hom.; στολή Soph.; δέμας Eur.): ἀεικέα (sc. εἵματα) ἕσσαι Hom. ты одет в лохмотья;
4) скудный, незначительный, ничтожный (μισθός, ἄποινα Hom.);
5) необычный: οὐδὲν ἦν ἀεικὲς κινηθῆναι Δῆλον Her. вполне естественно, что Делос пережил землетрясение.