ἀθυρόγλωττος: Difference between revisions
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=([[ἀθυρόγλωσσος|ἀθῠρόγλωσσος]]) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀθυρόγλωττος]] Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.10.10, 26.17.4, Eust.723.51, Sud.s.u. [[ἀλογέω|ἀλογεῖν]]<br /><b class="num">1</b> [[charlatán]], [[gárrulo]], [[ἀνήρ]] τις E.<i>Or</i>.903, cf. Poll.2.109, <i>AP</i> 16.132 (Theodorid.), Clem.Al.<i>Strom</i>.7.7.44, de Cicerón, D.C.46.18.4, τόλμη Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.17.4, πόρναις δὲ καὶ ἀθυρογλώττοις [[ὁμοδίαιτος]] ὑπάρχειν Sud.l.c.<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀθυρόγλωσσον]] = [[la garrulería]] Eust.l.c.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀθυρογλώττως]] = [[gárrulamente]], [[ἀθυρογλώττως]] βλασφημοῦντες Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.10.10. | |dgtxt=([[ἀθυρόγλωσσος|ἀθῠρόγλωσσος]]) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀθυρόγλωττος]] Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.10.10, 26.17.4, Eust.723.51, Sud.s.u. [[ἀλογέω|ἀλογεῖν]]<br /><b class="num">1</b> [[charlatán]], [[gárrulo]], [[ἀνήρ]] τις E.<i>Or</i>.903, cf. Poll.2.109, <i>AP</i> 16.132 (Theodorid.), Clem.Al.<i>Strom</i>.7.7.44, de Cicerón, D.C.46.18.4, τόλμη Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.17.4, πόρναις δὲ καὶ ἀθυρογλώττοις [[ὁμοδίαιτος]] ὑπάρχειν Sud.l.c.<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀθυρόγλωσσον]] = [[la garrulería]] Eust.l.c.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀθυρογλώττως]] = [[gárrulamente]], [[ἀθυρογλώττως]] βλασφημοῦντες Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.10.10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d'une langue sans frein, bavard impénitent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυρος]], [[γλῶττα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀθῠρόγλωττος''': -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ [[στόμα]] κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων [[στόμα]] ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903. | |lstext='''ἀθῠρόγλωττος''': -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ [[στόμα]] κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων [[στόμα]] ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, one that cannot keep his mouth shut, ceaseless babbler, E. Or. 903 (ἀθυρόγλωσσος).
Spanish (DGE)
(ἀθῠρόγλωσσος) -ον
• Alolema(s): ἀθυρόγλωττος Epiph.Const.Haer.26.10.10, 26.17.4, Eust.723.51, Sud.s.u. ἀλογεῖν
1 charlatán, gárrulo, ἀνήρ τις E.Or.903, cf. Poll.2.109, AP 16.132 (Theodorid.), Clem.Al.Strom.7.7.44, de Cicerón, D.C.46.18.4, τόλμη Epiph.Const.Haer.26.17.4, πόρναις δὲ καὶ ἀθυρογλώττοις ὁμοδίαιτος ὑπάρχειν Sud.l.c.
•subst. τὸ ἀθυρόγλωσσον = la garrulería Eust.l.c.
2 adv. ἀθυρογλώττως = gárrulamente, ἀθυρογλώττως βλασφημοῦντες Epiph.Const.Haer.26.10.10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une langue sans frein, bavard impénitent.
Étymologie: ἄθυρος, γλῶττα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῠρόγλωττος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ στόμα κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων στόμα ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903.
Greek Monotonic
ἀθῠρόγλωττος: -ον (θύρα, γλῶττα), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, πολυλογάς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθῠρόγλωττος: невоздержанный (дерзкий) на язык (ἀνήρ Eur.).
Middle Liddell
θύρα, γλῶττα
one that cannot keep his mouth shut, a ceaseless babbler, Eur.