ἀκανθολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[que escoge asuntos espinosos]] ποιηταί <i>AP</i> 11.20 (Antip.Thess.), 347 (Phil.).
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[que escoge asuntos espinosos]] ποιηταί <i>AP</i> 11.20 (Antip.Thess.), 347 (Phil.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui recherche des arguties (<i>litt.</i> des épines).<br />'''Étymologie:''' [[ἄκανθα]], [[λέγω]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκανθολόγος''': -ον, ὁ συνάγων, συλλέγων ἀκάνθας, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν σμικρολόγων συζητητῶν, Ἀνθ. Π. 11. 20 καὶ 347· πρβλ. [[ἄκανθα]], Ι. 4.
|lstext='''ἀκανθολόγος''': -ον, ὁ συνάγων, συλλέγων ἀκάνθας, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν σμικρολόγων συζητητῶν, Ἀνθ. Π. 11. 20 καὶ 347· πρβλ. [[ἄκανθα]], Ι. 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui recherche des arguties (<i>litt.</i> des épines).<br />'''Étymologie:''' [[ἄκανθα]], [[λέγω]]².
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκανθολόγος Medium diacritics: ἀκανθολόγος Low diacritics: ακανθολόγος Capitals: ΑΚΑΝΘΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: akanthológos Transliteration B: akanthologos Transliteration C: akanthologos Beta Code: a)kanqolo/gos

English (LSJ)

ον, gathering thorns, nickname of quibblers (cf. ἄκανθα 7), AP11.20 (Antip. Thess.), 347 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que escoge asuntos espinosos ποιηταί AP 11.20 (Antip.Thess.), 347 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recherche des arguties (litt. des épines).
Étymologie: ἄκανθα, λέγω².

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθολόγος: -ον, ὁ συνάγων, συλλέγων ἀκάνθας, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν σμικρολόγων συζητητῶν, Ἀνθ. Π. 11. 20 καὶ 347· πρβλ. ἄκανθα, Ι. 4.

Greek Monolingual

-ον (Μ ἀκανθολόγος)
1. αυτός που μαζεύει αγκάθια
2. μτφ. ο μικρολόγος συζητητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -λόγος < λέγω «συλλέγω».
ΠΑΡ. νεοελλ. ακανθολογώ].

Greek Monotonic

ἀκανθολόγος: -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει αγκάθια, σκωπτικό όνομα των σχολαστικών, λεπτολόγων συζητητών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκανθολόγος: подбирающий шипы, т. е. придирчивый (ποιητῶν φῦλον Anth.).

Middle Liddell

λέγω
gathering thorns, nickname of quibblers, Anth.