ἀνθρωποθυσία: Difference between revisions

From LSJ

τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή → the soul pays rent to the body

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] ἡ, Menschenopfer, Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] ἡ, Menschenopfer, Plut.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />sacrifice humain.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[θύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρωποθῠσία''': ἡ, τὸ θυιάζειν ἀνθρώπους, ἀνθρωποθυσίας καὶ ξενοκτονίας Πλούτ. 2. 417C, καὶ ἀλλαχοῦ, ἐν τῷ πληθυντ., Στράβ. 198.
|lstext='''ἀνθρωποθῠσία''': ἡ, τὸ θυιάζειν ἀνθρώπους, ἀνθρωποθυσίας καὶ ξενοκτονίας Πλούτ. 2. 417C, καὶ ἀλλαχοῦ, ἐν τῷ πληθυντ., Στράβ. 198.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />sacrifice humain.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[θύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποθῠσία Medium diacritics: ἀνθρωποθυσία Low diacritics: ανθρωποθυσία Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΑ
Transliteration A: anthrōpothysía Transliteration B: anthrōpothysia Transliteration C: anthropothysia Beta Code: a)nqrwpoqusi/a

English (LSJ)

ἡ, human sacrifice, ib.857a, al.: in plural, ib.417c, Str.4.4.5, Pallasap.Porph.Abst. 2.56.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
sacrificio humano Plu.2.417c, 857a, Str.4.4.5, Pallas en Porph.Abst.2.56, Eus.LC 13 (p.239.12).

German (Pape)

[Seite 234] ἡ, Menschenopfer, Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sacrifice humain.
Étymologie: ἄνθρωπος, θύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποθῠσία: ἡ, τὸ θυιάζειν ἀνθρώπους, ἀνθρωποθυσίας καὶ ξενοκτονίας Πλούτ. 2. 417C, καὶ ἀλλαχοῦ, ἐν τῷ πληθυντ., Στράβ. 198.

Greek Monolingual

η (Α ἀνθρωποθυσία)
θυσία ανθρώπου ή ανθρώπων για να εξευμενιστεί κάποιος θεός ή θεοί
νεοελλ.
ανθρωποσφαγή, εξόντωση πολλών στρατιωτών σε αποτυχημένη επιχείρηση.

Greek Monotonic

ἀνθρωποθῠσία: ἡ, ανθρώπινη θυσία, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωποθῠσία:принесение в жертву людей, человеческое жертвоприношение Plut.

Middle Liddell

a human sacrifice, Strab.