ἀνούτατος: Difference between revisions
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀνούτᾰτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[ileso]], [[ἀνήρ]] ... [[ἄβλητος]] καὶ ἀ. <i>Il</i>.4.540, Polideuces, A.R.2.75, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[invulnerable]], [[Διόνυσος]] Nonn.<i>D</i>.16.157.<br /><b class="num">3</b> [[en que no se hiere]] ἀγῶνες Nonn.<i>D</i>.37.774. | |dgtxt=(ἀνούτᾰτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[ileso]], [[ἀνήρ]] ... [[ἄβλητος]] καὶ ἀ. <i>Il</i>.4.540, Polideuces, A.R.2.75, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[invulnerable]], [[Διόνυσος]] Nonn.<i>D</i>.16.157.<br /><b class="num">3</b> [[en que no se hiere]] ἀγῶνες Nonn.<i>D</i>.37.774. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non blessé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οὐτάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνούτᾰτος''': -ον, ([[οὐτάω]]) ὁ μὴ ἐκ τοῦ [[ἐγγὺς]] ξίφει τρωθείς, [[ἀνούτατος]] ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Δ. 540, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 125. | |lstext='''ἀνούτᾰτος''': -ον, ([[οὐτάω]]) ὁ μὴ ἐκ τοῦ [[ἐγγὺς]] ξίφει τρωθείς, [[ἀνούτατος]] ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Δ. 540, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 125. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 12:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A unwounded bv stroke of sword, ἄβλητος καὶ ἀνούτατος 11.4.540, cf. A.R.2.75. II invulnerable, Nonn.D.16.157,al. III where no wounds are inflicted, ἀγωνες ib.37.774.
Spanish (DGE)
(ἀνούτᾰτος) -ον
1 ileso, ἀνήρ ... ἄβλητος καὶ ἀ. Il.4.540, Polideuces, A.R.2.75, cf. Hsch.
2 invulnerable, Διόνυσος Nonn.D.16.157.
3 en que no se hiere ἀγῶνες Nonn.D.37.774.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non blessé.
Étymologie: ἀ, οὐτάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνούτᾰτος: -ον, (οὐτάω) ὁ μὴ ἐκ τοῦ ἐγγὺς ξίφει τρωθείς, ἀνούτατος ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Δ. 540, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 125.
English (Autenrieth)
unwounded, Il. 4.540†. See οὐτάω.
Greek Monolingual
ἀνούτατος και ἀνούτητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν πληγώθηκε από χτύπημα ξίφους
2. ο άτρωτος
3. (για αγώνες) αυτός στον οποίο δεν επιτρέπονται χτυπήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουτάω «χτυπώ με όπλο»].
Greek Monotonic
ἀνούτᾰτος: -ον (οὐτάω), αυτός που δεν χτυπήθηκε από σπαθί, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνούτᾰτος: нераненный, незадетый (χαλκῷ Hom.).