ἀπότευξις: Difference between revisions
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0330.png Seite 330]] ἡ, das Mißlingen, Plat. Axioch. 368 c; Plut. Mar. 5 u. sonst. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0330.png Seite 330]] ἡ, das Mißlingen, Plat. Axioch. 368 c; Plut. Mar. 5 u. sonst. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />échec, insuccès.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτυγχάνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπότευξις''': -εως, ἡ, [[ἀποτυχία]], Πλάτ. Ἀξ. 368C· ἐλπίδος Πλουτ. Γάλβ. 23: - ἀποτευκτικός, ή, όν, προξενῶν ἀποτυχίαν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6 καὶ 26, 14: - ἀποτευκτέω, = [[ἀποτυγχάνω]], Φώτ., ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 395. | |lstext='''ἀπότευξις''': -εως, ἡ, [[ἀποτυχία]], Πλάτ. Ἀξ. 368C· ἐλπίδος Πλουτ. Γάλβ. 23: - ἀποτευκτικός, ή, όν, προξενῶν ἀποτυχίαν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6 καὶ 26, 14: - ἀποτευκτέω, = [[ἀποτυγχάνω]], Φώτ., ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 395. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:35, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, miscarriage, failure, Pl.Ax.368d, Phld.Mus.p.14K.(pl.); ἐλπίδος Plu.Galb.23; of an electoral defeat, Id.Mar.5.
German (Pape)
[Seite 330] ἡ, das Mißlingen, Plat. Axioch. 368 c; Plut. Mar. 5 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
échec, insuccès.
Étymologie: ἀποτυγχάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότευξις: -εως, ἡ, ἀποτυχία, Πλάτ. Ἀξ. 368C· ἐλπίδος Πλουτ. Γάλβ. 23: - ἀποτευκτικός, ή, όν, προξενῶν ἀποτυχίαν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6 καὶ 26, 14: - ἀποτευκτέω, = ἀποτυγχάνω, Φώτ., ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 395.
Greek Monolingual
ἀπότευξις, η (Α) αποτυγχάνω
αποτυχία.
Greek Monotonic
ἀπότευξις: -εως, ἡ (ἀπο-τυγχάνω), αποτυχία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπότευξις: εως ἡ неудача, провал, крушение Plat., Plut.
Middle Liddell
ἀποτυγχάνω
a failure, Plut.