ἀπορράπτω: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[coser de nuevo]], [[suturar]] τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123, τὰ ἀπερραμμένα Gal.18(2).671, γεράνων ὄμματα Plu.2.997a<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ Φιλίππου στόμα Aeschin.2.21, cf. Ph.1.476. | |dgtxt=[[coser de nuevo]], [[suturar]] τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123, τὰ ἀπερραμμένα Gal.18(2).671, γεράνων ὄμματα Plu.2.997a<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ Φιλίππου στόμα Aeschin.2.21, cf. Ph.1.476. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=recoudre ; <i>fig.</i> ἀ. τινὸς [[στόμα]] ESCHN fermer la bouche à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ῥάπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπορράπτω''': μέλλ. -ψω, [[ῥάπτω]] [[πάλιν]], λαγὸν μηχανησάμενος καὶ ἀνασχίσας τούτου τὴν γαστέρα, ὡς δὲ εἶχε, οὕτω ἐσέθηκε [[βιβλίον]]... ἀπορράψας δὲ τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα κτλ. Ἡρόδ. 1. 123· [[ῥάπτω]] τι, γεράνων ὄμματα καὶ κύκνων ἀπορράψαντες καὶ ἀποκλείσαντες ἐν σκότει πιαίνουσιν Πλουτ. Ἠθ. 997A: μεταφ., [[κλείω]], τὸ [[στόμα]] τινὸς Αἰσχίν. 31. 5, πρβλ. Φίλωνα 1. 476. | |lstext='''ἀπορράπτω''': μέλλ. -ψω, [[ῥάπτω]] [[πάλιν]], λαγὸν μηχανησάμενος καὶ ἀνασχίσας τούτου τὴν γαστέρα, ὡς δὲ εἶχε, οὕτω ἐσέθηκε [[βιβλίον]]... ἀπορράψας δὲ τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα κτλ. Ἡρόδ. 1. 123· [[ῥάπτω]] τι, γεράνων ὄμματα καὶ κύκνων ἀπορράψαντες καὶ ἀποκλείσαντες ἐν σκότει πιαίνουσιν Πλουτ. Ἠθ. 997A: μεταφ., [[κλείω]], τὸ [[στόμα]] τινὸς Αἰσχίν. 31. 5, πρβλ. Φίλωνα 1. 476. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:40, 2 October 2022
English (LSJ)
sew up again, τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123: metaph., τὸ στόμα τινός Aeschin.2.21, cf. Ph.1.476; γεράνων ὄμματα Plu.2.997a:—Pass., τὰ ἀπερραμμένα Gal.18(2).671.
Spanish (DGE)
coser de nuevo, suturar τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123, τὰ ἀπερραμμένα Gal.18(2).671, γεράνων ὄμματα Plu.2.997a
•fig. τὸ Φιλίππου στόμα Aeschin.2.21, cf. Ph.1.476.
French (Bailly abrégé)
recoudre ; fig. ἀ. τινὸς στόμα ESCHN fermer la bouche à qqn.
Étymologie: ἀπό, ῥάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορράπτω: μέλλ. -ψω, ῥάπτω πάλιν, λαγὸν μηχανησάμενος καὶ ἀνασχίσας τούτου τὴν γαστέρα, ὡς δὲ εἶχε, οὕτω ἐσέθηκε βιβλίον... ἀπορράψας δὲ τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα κτλ. Ἡρόδ. 1. 123· ῥάπτω τι, γεράνων ὄμματα καὶ κύκνων ἀπορράψαντες καὶ ἀποκλείσαντες ἐν σκότει πιαίνουσιν Πλουτ. Ἠθ. 997A: μεταφ., κλείω, τὸ στόμα τινὸς Αἰσχίν. 31. 5, πρβλ. Φίλωνα 1. 476.
Greek Monolingual
ἀπορράπτω (Α)
1. ράβω ξανά
2. ράβω
3. φρ. «ἀπορράπτω στόμα» — κλείνω, βουλλώνω
4. «ἀπορράπτει τὸ βαλάντιον» — φυλάει καλά το χρήμα του, είναι σπαγγοραμμένος.
Greek Monotonic
ἀπορράπτω: μέλ. -ψω, ξαναράβω, ράβω εκ νέου, σε Ηρόδ., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορράπτω:
1) (вновь), зашивать (τι Her., Plut.);
2) перен. затыкать (στόμα τινός Aeschin.).
Middle Liddell
to sew up again, Hdt., Aeschin.