ἀπροφύλακτος: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0340.png Seite 340]] 1) unbewacht. – 2) nicht verhütet, nicht vorhergesehen, Thuc. 4, 55. – Adv., D. Cass. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0340.png Seite 340]] 1) unbewacht. – 2) nicht verhütet, nicht vorhergesehen, Thuc. 4, 55. – Adv., D. Cass. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />(guerre) pour laquelle on n’a pas pris ses mesures, ses précautions.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[προφυλάσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπροφύλακτος''': [ῠ], -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν προεφυλάχθη τις, [[ἀπροόρατος]], [[ἀπρόοπτος]], Θουκ. 4. 55: ― Ἐπίρρ. -τως Δίων Κ. 38. 41. 2) [[ἀφύλακτος]], Ὀππ. Ἁλ. 5. 106. ΙΙ. ἐνεργητικ., ὁ μὴ λαμβάνων προφυλακτικὰ μέτρα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀχ. Τατ. | |lstext='''ἀπροφύλακτος''': [ῠ], -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν προεφυλάχθη τις, [[ἀπροόρατος]], [[ἀπρόοπτος]], Θουκ. 4. 55: ― Ἐπίρρ. -τως Δίων Κ. 38. 41. 2) [[ἀφύλακτος]], Ὀππ. Ἁλ. 5. 106. ΙΙ. ἐνεργητικ., ὁ μὴ λαμβάνων προφυλακτικὰ μέτρα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀχ. Τατ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:45, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ον, A not guarded against, unforeseen, Th.4.55. Adv. -τως D.C.38.41, Ach.Tat.8.1. 2 unguarded, Opp.H.5.106. II Act., using no precautions, Hld.6.13.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1desguarnecido φορτίς Opp.H.5.106
•de pers. desprevenido Πέρσαι Hld.6.13.2.
2 imprevisible πόλεμος Th.4.55, D.C.36.23.1, ἐρώτησις Const. en Eus.VC 2.70.
II adv. -ως de forma imprevista ἀ. αὐτὸν (πόλεμον) ποιησόμεθα D.C.38.41.7, τρίτην ἀ. ἔπαισε Ach.Tat.8.1.4, περὶ τοῦ μὴ ἀ. φθέγγεσβαι τοῖς ἁμαρτήσασι Ath.Al.M.28.380D.
German (Pape)
[Seite 340] 1) unbewacht. – 2) nicht verhütet, nicht vorhergesehen, Thuc. 4, 55. – Adv., D. Cass.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(guerre) pour laquelle on n’a pas pris ses mesures, ses précautions.
Étymologie: ἀ, προφυλάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροφύλακτος: [ῠ], -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν προεφυλάχθη τις, ἀπροόρατος, ἀπρόοπτος, Θουκ. 4. 55: ― Ἐπίρρ. -τως Δίων Κ. 38. 41. 2) ἀφύλακτος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 106. ΙΙ. ἐνεργητικ., ὁ μὴ λαμβάνων προφυλακτικὰ μέτρα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀχ. Τατ.
Greek Monotonic
ἀπροφύλακτος: -ον (προφῠλάσσομαι), αυτός από τον οποίο δεν προφυλάχθηκε κάποιος, απρόοπτος, αιφνίδιος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροφύλακτος: непредвиденный, неожиданный (πόλεμος Thuc.).
Middle Liddell
[προφυλάσσομαι]
not guarded against, unforeseen, Thuc.