ἁπαλύνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0277.png Seite 277]] erweichen, Hippocr.; Xen. re equ. 5, 5; verweichlichen, verzärteln, Xen. Lac. 2, 1; beruhigen, [[κῦμα]] άπαλύνεται γαλήνῃ Anacr. 44, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0277.png Seite 277]] erweichen, Hippocr.; Xen. re equ. 5, 5; verweichlichen, verzärteln, Xen. Lac. 2, 1; beruhigen, [[κῦμα]] άπαλύνεται γαλήνῃ Anacr. 44, 4.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> amollir, assouplir;<br /><b>2</b> rendre tendre <i>ou</i> délicat.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁπᾰλύνω''': μέλλ. ῠνῶ, (ἁπαλὸς) [[μαλακύνω]], [[μαλάσσω]], τοῦ ἵππου τὸ [[στόμα]], τὰς τρίχας Ξεν. Ἱππ. 5. 5: [[παχύνω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἰσχναίνω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. 2) καθιστῶ τι ἁπαλόν, τρυφερόν, τοὺς πόδας ὑποδήμασι Ξεν. Λακ. 2. 1, πρβλ. Ἱππ. 4. 5: ― Παθ. μαλακύνομαι, μαλάσσομαι, μεταφορ. Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄ κβ΄, 19΄, Ψαλμ. νδ΄, 21).
|lstext='''ἁπᾰλύνω''': μέλλ. ῠνῶ, (ἁπαλὸς) [[μαλακύνω]], [[μαλάσσω]], τοῦ ἵππου τὸ [[στόμα]], τὰς τρίχας Ξεν. Ἱππ. 5. 5: [[παχύνω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἰσχναίνω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. 2) καθιστῶ τι ἁπαλόν, τρυφερόν, τοὺς πόδας ὑποδήμασι Ξεν. Λακ. 2. 1, πρβλ. Ἱππ. 4. 5: ― Παθ. μαλακύνομαι, μαλάσσομαι, μεταφορ. Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄ κβ΄, 19΄, Ψαλμ. νδ΄, 21).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> amollir, assouplir;<br /><b>2</b> rendre tendre <i>ou</i> délicat.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπᾰλύνω Medium diacritics: ἁπαλύνω Low diacritics: απαλύνω Capitals: ΑΠΑΛΥΝΩ
Transliteration A: hapalýnō Transliteration B: hapalynō Transliteration C: apalyno Beta Code: a(palu/nw

English (LSJ)

[ῡ], A soften, ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας, X.Eq.4.5, 5.5; make plump, opp. ἰσχναίνω, Hp.Art.50. 2 make tender or delicate, τοὺς πόδας ὑποδήμασι X.Lac.2.1:—Pass., to be softened, metaph., LXX4 Ki.22.19, Ps. 54(55).21.

Spanish (DGE)

I tr.
1 suavizar, ablandar ἀνθρώπου τε σάρκα καὶ ἵππου στόμα X.Eq.4.5, τὰς τρίχας X.Eq.5.5, ὕδωρ ἔλαιον (ac.) ἁπαλύνει Hippol.M.10.852B
fig. del corazón del pecador, LXX 4Re.22.19.
2 hacer delicado, afeminado τῶν παίδων πόδας ... ὑποδήμασι X.Lac.2.1, τὰς σάρκας ὥσπερ νηπίου LXX Ib.33.25.
3 hacer engordar por op. ἰσχαίνω: ἀναθρέψαι τὸ σῶμα καὶ ἁπαλῦναι Hp.Art.50.
II intr. en v. med. ablandarse de plantas, Horap.1.37
calmarse κῦμα θαλάσσης ... γαλήνῃ Anacreont.46.4.

German (Pape)

[Seite 277] erweichen, Hippocr.; Xen. re equ. 5, 5; verweichlichen, verzärteln, Xen. Lac. 2, 1; beruhigen, κῦμα άπαλύνεται γαλήνῃ Anacr. 44, 4.

French (Bailly abrégé)

1 amollir, assouplir;
2 rendre tendre ou délicat.
Étymologie: ἁπαλός.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπᾰλύνω: μέλλ. ῠνῶ, (ἁπαλὸς) μαλακύνω, μαλάσσω, τοῦ ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας Ξεν. Ἱππ. 5. 5: παχύνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχναίνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. 2) καθιστῶ τι ἁπαλόν, τρυφερόν, τοὺς πόδας ὑποδήμασι Ξεν. Λακ. 2. 1, πρβλ. Ἱππ. 4. 5: ― Παθ. μαλακύνομαι, μαλάσσομαι, μεταφορ. Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄ κβ΄, 19΄, Ψαλμ. νδ΄, 21).

Greek Monolingual

κ. απαλαίνωἁπαλύνω)
νεοελλ.
μτφ. ανακουφίζω, μετριάζω
καταπραΰνω
αρχ.
1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό, μαλακώνω
2. κάνω κάτι παχύ
3. παθ. μτφ. καταπραΰνομαι, μαλακώνω.

Greek Monotonic

ἁπᾰλύνω: μέλ. -ῠνῶ (ἁπαλός
1. μαλακώνω, μαλάξω, σε Ξεν.
2. καθιστώ κάτι αβρό, τρυφερό, τοὺς πόδας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἁπᾰλύνω:
1) делать мягким, податливым, смягчать (τὸ τοῦ ἵππου στόμα, τὰς τρίχας Xen.);
2) изнеживать (πόδας Xen.);
3) успокаивать (κῦμα ἁπαλύνεται γαλένῃ Anacr.);
4) делать влажным, туманным (ἀὴρ ἁπαλυνόμενος - v.l. к παχυνόμενος - διὰ τὴν περίψυξιν Plut.).

Middle Liddell

ἁπαλός
1. to soften, Xen.
2. to make tender, τοὺς πόδας Xen.