ἁβρόπηνος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de delicado tejido]] προκαλύμματα A.<i>A</i>.690 (cj., pero cód. ἁβρότῑμος q.u.), πέπλοι Lyc.863.
|dgtxt=-ον<br />[[de delicado tejido]] προκαλύμματα A.<i>A</i>.690 (cj., pero cód. ἁβρότῑμος q.u.), πέπλοι Lyc.863.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au tissu délicat.<br />'''Étymologie:''' [[ἁβρός]], [[πήνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁβρόπηνος''': -ον, ([[πήνη]]) ὁ ἔχων λεπτὴν ὑφήν, λεπτῶς ὑφασμένος, ἁβροπήνους πέπλους, Λυκόφ. 863: [[ὁπόθεν]] εἰσήχθη ὑπὸ Σαλμασίου εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 690· ἀντὶ τοῦ κοιν. ἁβροτίμων.
|lstext='''ἁβρόπηνος''': -ον, ([[πήνη]]) ὁ ἔχων λεπτὴν ὑφήν, λεπτῶς ὑφασμένος, ἁβροπήνους πέπλους, Λυκόφ. 863: [[ὁπόθεν]] εἰσήχθη ὑπὸ Σαλμασίου εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 690· ἀντὶ τοῦ κοιν. ἁβροτίμων.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au tissu délicat.<br />'''Étymologie:''' [[ἁβρός]], [[πήνη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:08, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁβρόπηνος Medium diacritics: ἁβρόπηνος Low diacritics: αβρόπηνος Capitals: ΑΒΡΟΠΗΝΟΣ
Transliteration A: habrópēnos Transliteration B: habropēnos Transliteration C: avropinos Beta Code: a(bro/phnos

English (LSJ)

ον, (πήνη) of delicate texture, Lyc.863.

Spanish (DGE)

-ον
de delicado tejido προκαλύμματα A.A.690 (cj., pero cód. ἁβρότῑμος q.u.), πέπλοι Lyc.863.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu délicat.
Étymologie: ἁβρός, πήνη.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρόπηνος: -ον, (πήνη) ὁ ἔχων λεπτὴν ὑφήν, λεπτῶς ὑφασμένος, ἁβροπήνους πέπλους, Λυκόφ. 863: ὁπόθεν εἰσήχθη ὑπὸ Σαλμασίου εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 690· ἀντὶ τοῦ κοιν. ἁβροτίμων.

Greek Monotonic

ἁβρόπηνος: -ον (πήνη), αυτός που έχει λεπτή ύφανση, κομψή πλέξη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἁβρόπηνος: тонко вытканный, из тончайшей ткани (προκαλύμματα Aesch. - v.l. ἁβρότιμος).

Middle Liddell

πήνη
of delicate texture, Aesch.