ἁρμάμαξα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0355.png Seite 355]] (ein persisches Wort), ἡ, ein bedeckter morgenländischer Reisewagen, bes. für Frauen, Her. 7, 41 u. Wesseling daselbst. Oft bei Xen., wo es übh. ein Lastwagen ist.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0355.png Seite 355]] (ein persisches Wort), ἡ, ein bedeckter morgenländischer Reisewagen, bes. für Frauen, Her. 7, 41 u. Wesseling daselbst. Oft bei Xen., wo es übh. ein Lastwagen ist.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />voiture couverte à l'usage des grands personnages orientaux, des femmes de haut rang.<br />'''Étymologie:''' [[ἅρμα]], [[ἅμαξα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁρμάμαξα''': -ης, -ἡ, [[ἅμαξα]] κεκαλυμμένη καὶ ἀναπαυτική, συνήθως μνημονεύεται ἐν σχέσει πρὸς Περσικὴν χλιδήν, [[οὕτως]] ὁ Ξέρξης, ὅτε κατὰ τὴν πορείαν ἐκουράζετο, μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος εἰς ἁρμάμαξαν Ἡρόδ. 7. 41, πρβλ. 83· καὶ περὶ τῶν εἰς Περσίαν πεμπομένων πρεσβευτῶν λέγεται ὅτι ἐπορεύοντο ἐφ’ ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 70· μετεχειρίζοντο δὲ αὐτὰς [[κυρίως]] οἱ γυναῖκες, Ξεν. Κύρ. 3. 1. 40., 6. 4, 11, Ἀνάβ. 1. 2, 16, 18.
|lstext='''ἁρμάμαξα''': -ης, -ἡ, [[ἅμαξα]] κεκαλυμμένη καὶ ἀναπαυτική, συνήθως μνημονεύεται ἐν σχέσει πρὸς Περσικὴν χλιδήν, [[οὕτως]] ὁ Ξέρξης, ὅτε κατὰ τὴν πορείαν ἐκουράζετο, μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος εἰς ἁρμάμαξαν Ἡρόδ. 7. 41, πρβλ. 83· καὶ περὶ τῶν εἰς Περσίαν πεμπομένων πρεσβευτῶν λέγεται ὅτι ἐπορεύοντο ἐφ’ ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 70· μετεχειρίζοντο δὲ αὐτὰς [[κυρίως]] οἱ γυναῖκες, Ξεν. Κύρ. 3. 1. 40., 6. 4, 11, Ἀνάβ. 1. 2, 16, 18.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />voiture couverte à l'usage des grands personnages orientaux, des femmes de haut rang.<br />'''Étymologie:''' [[ἅρμα]], [[ἅμαξα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμᾰ́μαξα Medium diacritics: ἁρμάμαξα Low diacritics: αρμάμαξα Capitals: ΑΡΜΑΜΑΞΑ
Transliteration A: harmámaxa Transliteration B: harmamaxa Transliteration C: armamaksa Beta Code: a(rma/maca

English (LSJ)

[μᾰμ], ης, ἡ, covered carriage, esp. used by Persians; [Ξέρξης] μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, cf. 83; of ambassadors to Susa, ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ar.Ach. 70; used by women, X.Cyr.3.1.40, 6.4.11.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Prosodia: [-μᾰμ-]
carro cubierto, carroza vehículo lujoso de origen persa para viaje Ξέρξης μετεκβαίνεσκε ... ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι (οἱ πρέσβεις) Ar.Ach.70, cf. Philostr.VA 1.21
gener. usado por mujeres ἁρμαμάξας τε ἅμα ἤγοντο, ἐν δὲ παλλακὰς καὶ θεραπηίην πολλὴν ... εὖ ἐσκευασμένην Hdt.7.83, cf. 9.76, X.Cyr.3.1.40, 6.4.11, An.1.2.16, Plu.2.173f, Them.26, Polyaen.8.54
de un carro triunfal ἄγαλμα (Δρουσίλλης) ἐπ' ἐλεφάντων ἐν ἁρμαμάξῃ ἐς τὸν ἱππόδρομον ἐσήγαγε D.C.59.13.8.

German (Pape)

[Seite 355] (ein persisches Wort), ἡ, ein bedeckter morgenländischer Reisewagen, bes. für Frauen, Her. 7, 41 u. Wesseling daselbst. Oft bei Xen., wo es übh. ein Lastwagen ist.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
voiture couverte à l'usage des grands personnages orientaux, des femmes de haut rang.
Étymologie: ἅρμα, ἅμαξα.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμάμαξα: -ης, -ἡ, ἅμαξα κεκαλυμμένη καὶ ἀναπαυτική, συνήθως μνημονεύεται ἐν σχέσει πρὸς Περσικὴν χλιδήν, οὕτως ὁ Ξέρξης, ὅτε κατὰ τὴν πορείαν ἐκουράζετο, μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος εἰς ἁρμάμαξαν Ἡρόδ. 7. 41, πρβλ. 83· καὶ περὶ τῶν εἰς Περσίαν πεμπομένων πρεσβευτῶν λέγεται ὅτι ἐπορεύοντο ἐφ’ ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 70· μετεχειρίζοντο δὲ αὐτὰς κυρίως οἱ γυναῖκες, Ξεν. Κύρ. 3. 1. 40., 6. 4, 11, Ἀνάβ. 1. 2, 16, 18.

Greek Monolingual

ἁρμάμαξα, η (Α)
σκεπασμένη αναπαυτική άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο < άρμα + άμαξα, αν δεν πρόκειται για παρετυμολογικό μεταπλασμό δάνειας λέξεως στην Ελληνική].

Greek Monotonic

ἁρμάμαξα: -ης, ἡ, σκεπασμένη άμαξα, που έχει σχέση με τους Πέρσες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· χρησιμοποιούνταν από γυναίκες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμάμαξα:крытая дорожная повозка Her., Arph., Xen., Plut.

Middle Liddell


a covered carriage, borrowed from the Persians, Hdt., Ar.; used by women, Xen.