ἁμαρτοεπής: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0117.png Seite 117]] ές, in den Worten fehlend, Hom. einmal, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; vgl. οὐχ ἡμάρτανε μύθων Od. 11, 511 u. [[ἀφαμαρτοεπής]] Iliad. 3, 215; – [[οἶνος]] ἁμ., der Wein macht, daß die Menschen eitel schwatzen, p. bei Clem. Alex. Paed. 2 p. 155. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0117.png Seite 117]] ές, in den Worten fehlend, Hom. einmal, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; vgl. οὐχ ἡμάρτανε μύθων Od. 11, 511 u. [[ἀφαμαρτοεπής]] Iliad. 3, 215; – [[οἶνος]] ἁμ., der Wein macht, daß die Menschen eitel schwatzen, p. bei Clem. Alex. Paed. 2 p. 155. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui s'égare dans ses discours.<br />'''Étymologie:''' [[ἁμαρτάνω]], [[ἔπος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁμαρτοεπής''': -ές, ([[ἔπος]]) ὁ σφαλλόμενος ἐν τοῖς λόγοις, ὁ ἀσκέπτως ὁμιλῶν, Ἰλ. Ν. 824· [[οἶνος]] ἁμ., [[ὅστις]] κάμνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λέγωσιν ἀνοησίας, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 183. | |lstext='''ἁμαρτοεπής''': -ές, ([[ἔπος]]) ὁ σφαλλόμενος ἐν τοῖς λόγοις, ὁ ἀσκέπτως ὁμιλῶν, Ἰλ. Ν. 824· [[οἶνος]] ἁμ., [[ὅστις]] κάμνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λέγωσιν ἀνοησίας, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 183. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 14:14, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, (ἔπος) erring in words, speaking at random, Il.13.824; οἶνος ἁ. wine that makes men talk at random, Poet. ap. Clem.Al. Paed.2.2.28.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
1 embustero, de palabras embusteras, Αἴας Il.13.824, cf. Cyr.Al.M.68.428D, 69.356D, 71.804A.
2 que hace equivocarse al hablar οἶνος poeta en Clem.Al.Paed.2.2.28.
German (Pape)
[Seite 117] ές, in den Worten fehlend, Hom. einmal, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; vgl. οὐχ ἡμάρτανε μύθων Od. 11, 511 u. ἀφαμαρτοεπής Iliad. 3, 215; – οἶνος ἁμ., der Wein macht, daß die Menschen eitel schwatzen, p. bei Clem. Alex. Paed. 2 p. 155.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s'égare dans ses discours.
Étymologie: ἁμαρτάνω, ἔπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαρτοεπής: -ές, (ἔπος) ὁ σφαλλόμενος ἐν τοῖς λόγοις, ὁ ἀσκέπτως ὁμιλῶν, Ἰλ. Ν. 824· οἶνος ἁμ., ὅστις κάμνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λέγωσιν ἀνοησίας, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 183.
English (Autenrieth)
ές (ϝέπος): erring in word, rash-speaking, Il. 13.824†. Cf. ἀφαμαρτοεπής.
Greek Monolingual
ἁμαρτοεπής, -ές (Α)
1. αυτός που σφάλλει στους λόγους, που μιλάει παράδοξα ή ματαιόδοξα
2. φρ. «οἶνος ἁμαρτοεπής», αυτός που κάνει τους ανθρώπους να φλυαρούν, να μην προσέχουν τα λόγια τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτο- (< ἁμαρτάνω) + -επὴς < ἔπος.
Greek Monotonic
ἁμαρτοεπής: -ές (ἁμαρτάνω, ἔπος), αυτός που σφάλλει στα λόγια, αυτός που μιλά αψήφιστα, απερίσκεπτα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαρτοεπής: говорящий вздор, празднословящий Hom.