ἄγραυλος: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0022.png Seite 22]] H. h. Merc. 412 findet sich als [[varia lectio|v.l.]] auch ἀγραύλη ([[αὐλή]]), auf dem Felde, im Freien wohnend, hausend. Hom. öfter βοὸς ἀγραύλοιο, z. B. Iliad. 10, 155; ἄγραυλοι πόριες Odyss. 10, 410; ποιμένες ἄγραυλοι Iliad. 18, 162; wie μηλοβοτῆρες H. Merc. 286; θήρ Soph. Ant. 348 u. Sp. Auch von Sachen, ländlich, Eur. El. 342. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0022.png Seite 22]] H. h. Merc. 412 findet sich als [[varia lectio|v.l.]] auch ἀγραύλη ([[αὐλή]]), auf dem Felde, im Freien wohnend, hausend. Hom. öfter βοὸς ἀγραύλοιο, z. B. Iliad. 10, 155; ἄγραυλοι πόριες Odyss. 10, 410; ποιμένες ἄγραυλοι Iliad. 18, 162; wie μηλοβοτῆρες H. Merc. 286; θήρ Soph. Ant. 348 u. Sp. Auch von Sachen, ländlich, Eur. El. 342. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui demeure, qui passe la nuit aux champs.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]], [[αὐλή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄγραυλος''': -ον, ([[ἀγρός]], αὐλὴ) ὁ μένων ἐν τοῖς ἀγροῖς, διάγων ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐπὶ ποιμένων, Ἰλ. Σ. 162, Ἡσ. Θ. 26, Ἀπολλ. Ρόδ. 4, 317· οὕτω καὶ ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 179· [[ἀλλά]], ἄγρ. [[ἀνήρ]], [[ἄγροικος]], αὐτ. 11. 60. 2) σύνηθες ἐπίθετον τῶν βοῶν, βοὸς ἀγραύλοιο, Ἰλ. Κ. 155, Ρ. 251, Ὀδ. Μ. 253· θήρ, Σοφ. Ἀντ. 349 (λυρ.), Εὐρ. Βάκχ. 1187 κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ἀγρόν, ἀγροτικόν, πύλαι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 342. | |lstext='''ἄγραυλος''': -ον, ([[ἀγρός]], αὐλὴ) ὁ μένων ἐν τοῖς ἀγροῖς, διάγων ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐπὶ ποιμένων, Ἰλ. Σ. 162, Ἡσ. Θ. 26, Ἀπολλ. Ρόδ. 4, 317· οὕτω καὶ ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 179· [[ἀλλά]], ἄγρ. [[ἀνήρ]], [[ἄγροικος]], αὐτ. 11. 60. 2) σύνηθες ἐπίθετον τῶν βοῶν, βοὸς ἀγραύλοιο, Ἰλ. Κ. 155, Ρ. 251, Ὀδ. Μ. 253· θήρ, Σοφ. Ἀντ. 349 (λυρ.), Εὐρ. Βάκχ. 1187 κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ἀγρόν, ἀγροτικόν, πύλαι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 342. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 14:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (ἀγρός, αὐλή) A dwelling in the field, of shepherds, Il.18.162, Hes.Th.26, A.R.4.317, Megasth.40; epithet of Pan, AP6.179 (Arch.); ἄ. ἀνήρ a boor, ib. 11.60 (Paul. Sil.). 2 of oxen, βοὸς ἀγραύλοιο Il.10.155, Od.12.253; θήρ S.Ant.349 (lyr.), E.Ba.1188 (lyr.), etc. 3 of things, rustic, πύλαι Id.El.342.
German (Pape)
[Seite 22] H. h. Merc. 412 findet sich als v.l. auch ἀγραύλη (αὐλή), auf dem Felde, im Freien wohnend, hausend. Hom. öfter βοὸς ἀγραύλοιο, z. B. Iliad. 10, 155; ἄγραυλοι πόριες Odyss. 10, 410; ποιμένες ἄγραυλοι Iliad. 18, 162; wie μηλοβοτῆρες H. Merc. 286; θήρ Soph. Ant. 348 u. Sp. Auch von Sachen, ländlich, Eur. El. 342.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui demeure, qui passe la nuit aux champs.
Étymologie: ἀγρός, αὐλή.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγραυλος: -ον, (ἀγρός, αὐλὴ) ὁ μένων ἐν τοῖς ἀγροῖς, διάγων ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐπὶ ποιμένων, Ἰλ. Σ. 162, Ἡσ. Θ. 26, Ἀπολλ. Ρόδ. 4, 317· οὕτω καὶ ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 179· ἀλλά, ἄγρ. ἀνήρ, ἄγροικος, αὐτ. 11. 60. 2) σύνηθες ἐπίθετον τῶν βοῶν, βοὸς ἀγραύλοιο, Ἰλ. Κ. 155, Ρ. 251, Ὀδ. Μ. 253· θήρ, Σοφ. Ἀντ. 349 (λυρ.), Εὐρ. Βάκχ. 1187 κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ἀγρόν, ἀγροτικόν, πύλαι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 342.
English (Autenrieth)
(ἀγρός, αὐλή): lying in the field (passing the night out-doors), βοῦς, πόριες, ποιμένες.
Greek Monotonic
ἄγραυλος: -ον (ἀγρός, αὐλή),
1. αυτός που διαμένει στους αγρούς, λέγεται για τους βοσκούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ἄγραυλος ἀνήρ, αγροίκος, σε Ανθ.
2. λέγεται για τα βόδια, σε Όμηρ. κ.λπ.
3. επίσης λέγεται για πράγματα, αγροτικός, εξοχικός, χωριάτικος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄγραυλος:
1) живущий в поле, ночующий под открытым небом (βοῦς, ποιμένες Hom.; μηλοβοτῆρες HH; θήρ Soph.; Πάν Anth.);
2) деревенский, сельский: ἄγραυλοι πύλαι Eur. деревенский дом; ἄ. ἀνήρ Anth. поселянин.
Middle Liddell
ἀγρός αὐλή
1. dwelling in the field, of shepherds, Il., Hes.; ἄγρ. ἀνήρ a boor, Anth.
2. of oxen, Hom., etc.
3. of things, rural, rustic, Eur.