ἐμποικίλλω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] (Buntes) hineinsticken, -weben; [[ταινία]] ἔχουσα νίκας ἐμπεποικιλμένας Plut. Timol. 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] (Buntes) hineinsticken, -weben; [[ταινία]] ἔχουσα νίκας ἐμπεποικιλμένας Plut. Timol. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=broder dans <i>ou</i> sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ποικίλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμποικίλλω''': [[ἐνυφαίνω]] ἢ κεντῶ ποικίλματα, [[ταινία]]... στεφάνους ἔχουσα καὶ νίκας ἐμπεποικιλμένας Πλουτ. Τιμολ. 8. | |lstext='''ἐμποικίλλω''': [[ἐνυφαίνω]] ἢ κεντῶ ποικίλματα, [[ταινία]]... στεφάνους ἔχουσα καὶ νίκας ἐμπεποικιλμένας Πλουτ. Τιμολ. 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:50, 2 October 2022
English (LSJ)
embroider upon, νῖκαι ἐμπεποικιλμέναι Plu.Tim.8; γίγαντας ἐμπεποίκιλται (πέπλος) Sch.E.Hec.468, cf. 471.
Spanish (DGE)
1 ref. a telas o cuero bordar, recamar figuras o escenas en variados colores φύλλα Sch.Ar.V.1312, ἐνεποίκιλλον δὲ τῷ πέπλῳ καὶ τὴν Γιγαντομαχίαν Sch.E.Hec.472, cf. Eust.392.33, en v. pas. ταινία ... στεφάνους ἔχουσα καὶ Νίκας ἐμπεποικιλμένας Plu.Tim.8, cf. Poll.7.60, ἐμπεποικιλμένης τῆς φιλότητος καὶ ἱμέρου καὶ ὀαριστύος Ariston.Il.14.214
•tb. c. suj. del objeto en que se borda y c. ac. de rel. τοὺς Γιγάντας ἐμπεποίκιλται (πέπλος) (peplo) en el que están bordados los gigantes Sch.E.Hec.468D.
•fig., en v. pas. λεπροῖς ... παρεικάζει ... τοὺς ... πολυειδεῖς ... ἐμπεποικιλμένους κακοῖς compara a los inconstantes con los leprosos, que tienen recamados (sobre su piel) variados males Cyr.Al.Ep.Fest.15.2.47.
2 ref. a objetos de metal decorar con metales de varios colores del escudo de Aquiles, Porph.ad Il.246.20, cf. en v. pas. 246.18, Sch.E.Ph.1115.
German (Pape)
[Seite 816] (Buntes) hineinsticken, -weben; ταινία ἔχουσα νίκας ἐμπεποικιλμένας Plut. Timol. 8.
French (Bailly abrégé)
broder dans ou sur.
Étymologie: ἐν, ποικίλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποικίλλω: ἐνυφαίνω ἢ κεντῶ ποικίλματα, ταινία... στεφάνους ἔχουσα καὶ νίκας ἐμπεποικιλμένας Πλουτ. Τιμολ. 8.
Greek Monolingual
ἐμποικίλλω (Α)
ενυφαίνω ή κεντώ εντός, στολίζω («ἄνθη ἐνεπεποίκιλτο» — είχαν υφανθεί ή κεντηθεί μέσα άνθη, Πολυδ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐμποικίλλω: (в или на чем-л.) расписывать: ταινία νίκας ἐμπεποικιλμένας ἔχουσα Plut. лента, украшенная изображением побед.