ἐξαγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0862.png Seite 862]] auskämpfen, kämpfen; Eur. Herc. Fur. 155; [[περί]] τινος, D. Sic. 13, 73.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0862.png Seite 862]] auskämpfen, kämpfen; Eur. Herc. Fur. 155; [[περί]] τινος, D. Sic. 13, 73.
}}
{{bailly
|btext=combattre à outrance : τινι contre qqn ; [[περί]] τινος pour qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀγωνίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξᾰγωνίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι: Ἀποθ.: [[διαγωνίζομαι]], τοῖσδ’ ἐξαγωνίζεσθε; [[ταῦτα]] [[εἶναι]] τὰ κατορθώματα ἐφ’ ὧν στηρίζετε τὸν ἀγῶνα ὑμῶν; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 155· [[περί]] τινος, περὶ τοῦ τροπαίου ἐξαγωνίσασθαι Διόδ. 13. 73.
|lstext='''ἐξᾰγωνίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι: Ἀποθ.: [[διαγωνίζομαι]], τοῖσδ’ ἐξαγωνίζεσθε; [[ταῦτα]] [[εἶναι]] τὰ κατορθώματα ἐφ’ ὧν στηρίζετε τὸν ἀγῶνα ὑμῶν; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 155· [[περί]] τινος, περὶ τοῦ τροπαίου ἐξαγωνίσασθαι Διόδ. 13. 73.
}}
{{bailly
|btext=combattre à outrance : τινι contre qqn ; [[περί]] τινος pour qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀγωνίζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰγωνίζομαι Medium diacritics: ἐξαγωνίζομαι Low diacritics: εξαγωνίζομαι Capitals: ΕΞΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: exagōnízomai Transliteration B: exagōnizomai Transliteration C: eksagonizomai Beta Code: e)cagwni/zomai

English (LSJ)

fight, struggle hard, E.HF155; περί τινος D.S.13.73 codd.

Spanish (DGE)

1 intr. combatir, luchar hasta el final τοῖσδ' ἐξαγωνίζεσθε; E.HF 155, περὶ τοῦ τροπαίου D.S.13.73 (cód.).
2 tr. vencer, triunfar sobre τοὺς ὅλους (κινδύνους) ... τῇ πίστει Euthal.Epp.Paul.M.85.700A.

German (Pape)

[Seite 862] auskämpfen, kämpfen; Eur. Herc. Fur. 155; περί τινος, D. Sic. 13, 73.

French (Bailly abrégé)

combattre à outrance : τινι contre qqn ; περί τινος pour qch.
Étymologie: ἐξ, ἀγωνίζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰγωνίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι: Ἀποθ.: διαγωνίζομαι, τοῖσδ’ ἐξαγωνίζεσθε; ταῦτα εἶναι τὰ κατορθώματα ἐφ’ ὧν στηρίζετε τὸν ἀγῶνα ὑμῶν; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 155· περί τινος, περὶ τοῦ τροπαίου ἐξαγωνίσασθαι Διόδ. 13. 73.

Greek Monolingual

ἐξαγωνίζομαι (Α) αγωνίζομαι
αγωνίζομαι σκληρά.

Greek Monotonic

ἐξᾰγωνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.· διαγωνίζομαι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰγωνίζομαι: вести упорную борьбу, бороться (τινι Eur. и περί τινος Diod.).

Middle Liddell

fut. attic ιοῦμαι
Dep. to struggle hard, Eur.