ἐπῆλυξ: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0920.png Seite 920]] υγος, überschattend, verbergend, [[πέτρα]] Eur. Cycl. 680. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0920.png Seite 920]] υγος, überschattend, verbergend, [[πέτρα]] Eur. Cycl. 680. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υγος;<br /><i>adj. f.</i><br />qui recouvre, qui donne de l'ombre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἠλύγη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπῆλυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, [[σκέπη]], [[προκάλυμμα]], οὗτοι σιωπῇ τὴν πέτραν ἐπήλυγα λαβόντες ἑστήκασι Εὐρ. Κύκλ. 680· πρβλ. [[ἐπηλυγάζω]]. | |lstext='''ἐπῆλυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, [[σκέπη]], [[προκάλυμμα]], οὗτοι σιωπῇ τὴν πέτραν ἐπήλυγα λαβόντες ἑστήκασι Εὐρ. Κύκλ. 680· πρβλ. [[ἐπηλυγάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:42, 2 October 2022
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ, overshadowing, τὴν πέτραν ἐπήλυγα λαβεῖν take the rock as a screen, E.Cyc.680.
German (Pape)
[Seite 920] υγος, überschattend, verbergend, πέτρα Eur. Cycl. 680.
French (Bailly abrégé)
υγος;
adj. f.
qui recouvre, qui donne de l'ombre.
Étymologie: ἐπί, ἠλύγη.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπῆλυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, σκέπη, προκάλυμμα, οὗτοι σιωπῇ τὴν πέτραν ἐπήλυγα λαβόντες ἑστήκασι Εὐρ. Κύκλ. 680· πρβλ. ἐπηλυγάζω.
Greek Monolingual
ἐπῆλυξ ο, η (Α)
αυτός που σκεπάζει, που καλύπτει κάτι («τὴν πέτραν ἐπήλυγα λαβόντες ἑστήκασι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήλυξ «σκοτάδι»].
Greek Monotonic
ἐπῆλυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που κάνει σκιά, που χρησιμεύει ως καταφύγιο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπῆλυξ: ῠγος adj. f ἠλύγη покрывающий своей тенью, закрывающий (πέτρα Eur.).
Middle Liddell
overshadowing, sheltering, Eur.