ἰλιγγιάω: Difference between revisions
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=i)liggia/w | |Beta Code=i)liggia/w | ||
|Definition=[ῑ], [[become dizzy]], [[lose one's head]], as when one looks down from a height, ἰλιγγιῶν ἀφ' ὑψηλοῦ κρεμασθείς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>175d</span>; from drunkenness, ψυχὴ ἰ. ὥσπερ μεθύουσα <span class="bibl">Id.<span class="title">Phd.</span>79c</span>; ἰ. κάρα λίθῳ πεπληγμένος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1218</span>; ἰ. καὶ χασμᾶσθαι Phld.<span class="title">Rh.</span>2.176S.; from perplexity, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>339e</span>; ἰ. ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας <span class="bibl">Id.<span class="title">Ly.</span>216c</span>; ὑπὸ τοῦ δέους <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>581</span>; ἐπί τινι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tox.</span>30</span>; πρὸς τὴν θέαν <span class="bibl">Hld.5.6</span>:—also written [[εἰλιγγιάω]], freq. in codd. of Pl., cf. <span class="title">AP</span>7.706 (Diog.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>74</span>; ἰλ- Phld. [[l.c.]]; [[εἰλιγγιάω]] but [[ἴλιγγος]] acc. to Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>581</span>, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[εἰλιγγιῶ]]. | |Definition=[ῑ], [[become dizzy]], [[lose one's head]], as when one looks down from a height, ἰλιγγιῶν ἀφ' ὑψηλοῦ κρεμασθείς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>175d</span>; from drunkenness, ψυχὴ ἰ. ὥσπερ μεθύουσα <span class="bibl">Id.<span class="title">Phd.</span>79c</span>; ἰ. κάρα λίθῳ πεπληγμένος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1218</span>; ἰ. καὶ χασμᾶσθαι Phld.<span class="title">Rh.</span>2.176S.; from perplexity, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>339e</span>; ἰ. ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας <span class="bibl">Id.<span class="title">Ly.</span>216c</span>; ὑπὸ τοῦ δέους <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>581</span>; ἐπί τινι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tox.</span>30</span>; πρὸς τὴν θέαν <span class="bibl">Hld.5.6</span>:—also written [[εἰλιγγιάω]], freq. in codd. of Pl., cf. <span class="title">AP</span>7.706 (Diog.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>74</span>; ἰλ- Phld. [[l.c.]]; [[εἰλιγγιάω]] but [[ἴλιγγος]] acc. to Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>581</span>, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[εἰλιγγιῶ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> avoir le vertige, <i>particul.</i> par l'effet de l'ivresse;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être troublé, bouleversé : [[ὑπό]] τινος, [[ἐπί]] τινι, par l'effet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἴλιγγος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰλιγγιάω''': ῐλ, [[αἰσθάνομαι]] σκοτοδινίαν, ζάλην ὡς [[ὅταν]] βλέπῃ τις ἀφ’ ὑψηλοῦ μέρους πρὸς τὰ [[κάτω]], ἰλιγγιῶν ἀφ’ ὑψηλοῦ κρεμασθεὶς Πλάτ. Θεαίτ. 175D· ἐκ μέθης, ἰλ. [[ὥσπερ]] μεθύουσα ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 79C· ὑπὸ μέθης Κλήμ. Ἀλ. 187· ἰλιγγιῶ [[κάρα]] λίθῳ πεπληγμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 1218· [[ἕνεκα]] περιπλοκῶν ἢ δυσκολίας, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Πλάτ. Πρωτ. 339Ε· ἰλ. ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 216C· ὑπὸ τοῦ δέους Ἀριστοφ. Ἀχ, 581· ἐπί τινι Λουκ. Τοξ. 30· πρὸς τὴν θέαν Ἡλιόδ. 5. 6. - Ὡσαύτως φέρεται: [[εἰλιγγιάω]] Κλήμ Ἀλ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 7. 706, Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰλιγγιῶν· τὸ ἐσκοτῶσθαι. καὶ δοκεῖν περιφέρεσθαι, κύκλῳ συστρέφεσθαι», [[προσέτι]], «ἰλιγγιῶν, συστροβεῖσθαι, σκοτοῦσθαι». | |lstext='''ἰλιγγιάω''': ῐλ, [[αἰσθάνομαι]] σκοτοδινίαν, ζάλην ὡς [[ὅταν]] βλέπῃ τις ἀφ’ ὑψηλοῦ μέρους πρὸς τὰ [[κάτω]], ἰλιγγιῶν ἀφ’ ὑψηλοῦ κρεμασθεὶς Πλάτ. Θεαίτ. 175D· ἐκ μέθης, ἰλ. [[ὥσπερ]] μεθύουσα ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 79C· ὑπὸ μέθης Κλήμ. Ἀλ. 187· ἰλιγγιῶ [[κάρα]] λίθῳ πεπληγμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 1218· [[ἕνεκα]] περιπλοκῶν ἢ δυσκολίας, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Πλάτ. Πρωτ. 339Ε· ἰλ. ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 216C· ὑπὸ τοῦ δέους Ἀριστοφ. Ἀχ, 581· ἐπί τινι Λουκ. Τοξ. 30· πρὸς τὴν θέαν Ἡλιόδ. 5. 6. - Ὡσαύτως φέρεται: [[εἰλιγγιάω]] Κλήμ Ἀλ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 7. 706, Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰλιγγιῶν· τὸ ἐσκοτῶσθαι. καὶ δοκεῖν περιφέρεσθαι, κύκλῳ συστρέφεσθαι», [[προσέτι]], «ἰλιγγιῶν, συστροβεῖσθαι, σκοτοῦσθαι». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:25, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], become dizzy, lose one's head, as when one looks down from a height, ἰλιγγιῶν ἀφ' ὑψηλοῦ κρεμασθείς Pl.Tht.175d; from drunkenness, ψυχὴ ἰ. ὥσπερ μεθύουσα Id.Phd.79c; ἰ. κάρα λίθῳ πεπληγμένος Ar.Ach.1218; ἰ. καὶ χασμᾶσθαι Phld.Rh.2.176S.; from perplexity, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Pl.Prt.339e; ἰ. ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Id.Ly.216c; ὑπὸ τοῦ δέους Ar.Ach.581; ἐπί τινι Luc.Tox.30; πρὸς τὴν θέαν Hld.5.6:—also written εἰλιγγιάω, freq. in codd. of Pl., cf. AP7.706 (Diog.), Plu.Alex.74; ἰλ- Phld. l.c.; εἰλιγγιάω but ἴλιγγος acc. to Sch.Ar.Ach.581, Suid. s.v. εἰλιγγιῶ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 avoir le vertige, particul. par l'effet de l'ivresse;
2 fig. être troublé, bouleversé : ὑπό τινος, ἐπί τινι, par l'effet de qch.
Étymologie: ἴλιγγος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰλιγγιάω: ῐλ, αἰσθάνομαι σκοτοδινίαν, ζάλην ὡς ὅταν βλέπῃ τις ἀφ’ ὑψηλοῦ μέρους πρὸς τὰ κάτω, ἰλιγγιῶν ἀφ’ ὑψηλοῦ κρεμασθεὶς Πλάτ. Θεαίτ. 175D· ἐκ μέθης, ἰλ. ὥσπερ μεθύουσα ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 79C· ὑπὸ μέθης Κλήμ. Ἀλ. 187· ἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 1218· ἕνεκα περιπλοκῶν ἢ δυσκολίας, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Πλάτ. Πρωτ. 339Ε· ἰλ. ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 216C· ὑπὸ τοῦ δέους Ἀριστοφ. Ἀχ, 581· ἐπί τινι Λουκ. Τοξ. 30· πρὸς τὴν θέαν Ἡλιόδ. 5. 6. - Ὡσαύτως φέρεται: εἰλιγγιάω Κλήμ Ἀλ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 7. 706, Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰλιγγιῶν· τὸ ἐσκοτῶσθαι. καὶ δοκεῖν περιφέρεσθαι, κύκλῳ συστρέφεσθαι», προσέτι, «ἰλιγγιῶν, συστροβεῖσθαι, σκοτοῦσθαι».
Greek Monotonic
ἰλιγγιάω: [ῑ], ζαλίζομαι, χάνω τις αισθήσεις μου, γεγονός που προκαλείται από το κοίταγμα προς τα κάτω από μεγάλο ύψος ή από μεθύσι, σε Πλάτ.· επίσης, από φόβο, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἰλιγγιάω: (ῑλ), тж. εἰλιγγιάω испытывать головокружение, быть близким к обмороку (ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Plat.; ὑπὸ τοῦ δέους Arph.; πρὸς τὴν ὄψιν Plut.): ἰλιγγιᾷ ὥσπερ μεθύουσα Plat. (душа) охвачена, словно пьяная, головокружением; εἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος Arph. от удара камнем в голову у меня голова кружится; ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Plat. у меня в глазах потемнело, и голова пошла кругом.
Middle Liddell
ἰ¯λιγγιάω,
to be or become dizzy, lose one's head, caused by looking down from a height or by drunkenness, Plat.; by fear, Ar., etc.