ἡμεροσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "as ''Subst.''" to "as substantive")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1166.png Seite 1166]] ὁ, Tagwächter, Soph. Ant. 253; φύλακες Ar. Av. 1170; vgl. Aesch. Spt. 66; Her. 7, 182. 192.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1166.png Seite 1166]] ὁ, Tagwächter, Soph. Ant. 253; φύλακες Ar. Av. 1170; vgl. Aesch. Spt. 66; Her. 7, 182. 192.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui veille pendant le jour ; <i>subst.</i> guetteur <i>ou</i> sentinelle de jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]], [[σκοπέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμεροσκόπος''': ὁ, φυλάττων ἐν καιρῷ ἡμέρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 66· [[φύλαξ]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1174· - ὡς οὐσιαστ., [[φρουρός]] ἐν καιρῷ ἡμέρας, Ἡρόδ. 7. 182, 192, Σοφ. Ἀντ. 253, κτλ.
|lstext='''ἡμεροσκόπος''': ὁ, φυλάττων ἐν καιρῷ ἡμέρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 66· [[φύλαξ]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1174· - ὡς οὐσιαστ., [[φρουρός]] ἐν καιρῷ ἡμέρας, Ἡρόδ. 7. 182, 192, Σοφ. Ἀντ. 253, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui veille pendant le jour ; <i>subst.</i> guetteur <i>ou</i> sentinelle de jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]], [[σκοπέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροσκόπος Medium diacritics: ἡμεροσκόπος Low diacritics: ημεροσκόπος Capitals: ΗΜΕΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: hēmeroskópos Transliteration B: hēmeroskopos Transliteration C: imeroskopos Beta Code: h(merosko/pos

English (LSJ)

ον, watching by day, φύλαξ Ar. Av. 1174; as substantive, day-watcher, Hdt. 7.183, 192, S. Ant. 253, X. HG 1.1.2, Aen.Tact. 6.1, al.; metaph, πιστὸν ἡ. ὀφθαλμὸν ἕξω A. Th. 66.

German (Pape)

[Seite 1166] ὁ, Tagwächter, Soph. Ant. 253; φύλακες Ar. Av. 1170; vgl. Aesch. Spt. 66; Her. 7, 182. 192.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui veille pendant le jour ; subst. guetteur ou sentinelle de jour.
Étymologie: ἡμέρα, σκοπέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροσκόπος: ὁ, φυλάττων ἐν καιρῷ ἡμέρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 66· φύλαξ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1174· - ὡς οὐσιαστ., φρουρός ἐν καιρῷ ἡμέρας, Ἡρόδ. 7. 182, 192, Σοφ. Ἀντ. 253, κτλ.

Greek Monolingual

ἡμεροσκόπος, -ον (AM)
το αρσ. ως ουσ.ἡμεροσκόπος
φρουρός που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις του εχθρού κατά τη διάρκεια της ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους περί τὰ ὑψηλά», Ηρόδ.)
αρχ.
επιτηρητής («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. αστεροσκόπος, οιωνοσκόπος].

Greek Monotonic

ἡμεροσκόπος: ὁ, αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως ουσ., ημεροφύλακας, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμεροσκόπος: II ὁ дневной страж, караульный дневной стражи Her., Soph.
бодрствующий днем, несущий дневную стражу (φύλαξ Arph.).

Middle Liddell

ἡμερο-σκόπος, ὁ,
watching by day, Aesch., Ar.:—as substantive, a day-watcher, Hdt., Soph., etc.