ἰσάκις: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1263.png Seite 1263]] gleichvielmal; Plat. Theaet. 147 e; Mathem.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1263.png Seite 1263]] gleichvielmal; Plat. Theaet. 147 e; Mathem.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />un nombre de fois égal.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], -ακις.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσάκῐς''': ῐσᾰ, Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ [[ἴσος]], ἴσα τόσας [[φοράς]], Στράβ. 174· [[ἴσος]] [[ἰσάκις]], ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὁ ἐφ’ ἑαυτὸν πολλαπλασιασθείς, [[τετράγωνος]] ἀριθμός, Πλάτ. Πολ. 546C, Θεαίτ. 147Ε, 148Α, Εὐκλ. 7. 17.
|lstext='''ἰσάκῐς''': ῐσᾰ, Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ [[ἴσος]], ἴσα τόσας [[φοράς]], Στράβ. 174· [[ἴσος]] [[ἰσάκις]], ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὁ ἐφ’ ἑαυτὸν πολλαπλασιασθείς, [[τετράγωνος]] ἀριθμός, Πλάτ. Πολ. 546C, Θεαίτ. 147Ε, 148Α, Εὐκλ. 7. 17.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />un nombre de fois égal.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], -ακις.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:39, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσάκῐς Medium diacritics: ἰσάκις Low diacritics: ισάκις Capitals: ΙΣΑΚΙΣ
Transliteration A: isákis Transliteration B: isakis Transliteration C: isakis Beta Code: i)sa/kis

English (LSJ)

[ῐσᾰ], Adv. from ἴσος, the same number of times, as many times, Str.3.5.8; ἰ. πολλαπλάσιος c. gen., the same multiple of... Euc.7 Def.21, al.; ἰ. πολλαπλάσια equimultiples, Id.5Def.5, al.; ἰ. ἴσος, of a number, equal multiplied by equal, i.e. square, Pl.R.546c, Tht. 147e, 148a, Euc.7 Def.19, Ph.1.11, etc.; ἰ. ἴσος ἰ. equal multiplied by equal multiplied by equal, i.e. cube number, Euc.7 Def.20, etc.

German (Pape)

[Seite 1263] gleichvielmal; Plat. Theaet. 147 e; Mathem.

French (Bailly abrégé)

adv.
un nombre de fois égal.
Étymologie: ἴσος, -ακις.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσάκῐς: ῐσᾰ, Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἴσος, ἴσα τόσας φοράς, Στράβ. 174· ἴσος ἰσάκις, ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὁ ἐφ’ ἑαυτὸν πολλαπλασιασθείς, τετράγωνος ἀριθμός, Πλάτ. Πολ. 546C, Θεαίτ. 147Ε, 148Α, Εὐκλ. 7. 17.

Greek Monolingual

ἰσάκις) ίσος
επίρρ.
1. ίσα, ίσες φορές («πολλάκις μέν, μὴ ἰσάκις δέ; ἢ καὶ ἰσάκις μέν», Στράβ.)
2. σε ίσα μέρη
νεοελλ.
(λογ.) ο τρίτος τρόπος του κατηγορικού συλλογισμού τρίτου σχήματος, κατά τον οποίο η μείζων και το συμπέρασμα είναι μερικά καταφατικά και η ελάσσων καθολική καταφατική
αρχ.
φρ. α) «ἰσάκις πολλαπλάσιός τινος» — ο ίδιος αριθμός πολλαπλάσιος κάποιου
β) «ἰσάκις ἴσος» — αριθμός ίσος που πολλαπλασιάστηκε με ίσον, τετράγωνος αριθμός
γ) «ἰσάκις ἴσος ἰσάκις» — αριθμός ίσος που πολλαπλασιάστηκε με ίσον ο οποίος πολλαπλασιάστηκε με ίσον, κυβικός αριθμός.

Russian (Dvoretsky)

ἰσάκις: (ᾰ) adv. столько же раз: ἴσος ἰ. Plat., Arst. Plut. (о числе) взятый (множителем) столько же раз, помноженный на самого себя, т. е. возведенный в квадрат.