ἰσχαλέος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1272.png Seite 1272]] p. = [[ἰσχνός]]; [[κρόμυον]] Od. 19, 233; Hippocr. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1272.png Seite 1272]] p. = [[ἰσχνός]]; [[κρόμυον]] Od. 19, 233; Hippocr. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />desséché, sec.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἰσχνός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχᾰλέος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἰσχνός]], [[λεπτός]], χιτῶν᾿… οἷόν τε κρομύοιο λοπόν κάτα ἰσχαλέοιο Ὀδ. Τ. 233· - [[λεπτός]], [[μηδαμινός]], περόναι Μανέθων 6. 434· - [[μετέπειτα]] [[ἰσχναλέος]], Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''ἰσχᾰλέος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἰσχνός]], [[λεπτός]], χιτῶν᾿… οἷόν τε κρομύοιο λοπόν κάτα ἰσχαλέοιο Ὀδ. Τ. 233· - [[λεπτός]], [[μηδαμινός]], περόναι Μανέθων 6. 434· - [[μετέπειτα]] [[ἰσχναλέος]], Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />desséché, sec.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἰσχνός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 17:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχᾰλέος Medium diacritics: ἰσχαλέος Low diacritics: ισχαλέος Capitals: ΙΣΧΑΛΕΟΣ
Transliteration A: ischaléos Transliteration B: ischaleos Transliteration C: ischaleos Beta Code: i)sxale/os

English (LSJ)

α, ον, poet. for ἰσχνός, dried, κρομύοιο λοπὸς ἰσχαλέοιο Od.19.233; thin, paltry, περόναι Man.6.434:—later ἰσχνᾰλέος, Eust. 1863.60.

German (Pape)

[Seite 1272] p. = ἰσχνός; κρόμυον Od. 19, 233; Hippocr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
desséché, sec.
Étymologie: cf. ἰσχνός.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἰσχνός, λεπτός, χιτῶν᾿… οἷόν τε κρομύοιο λοπόν κάτα ἰσχαλέοιο Ὀδ. Τ. 233· - λεπτός, μηδαμινός, περόναι Μανέθων 6. 434· - μετέπειτα ἰσχναλέος, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

English (Autenrieth)

(ἰσχνός): dry, withered, Od. 19.233†.

Greek Monolingual

ἰσχαλέος, -α, -ον (ποιητ. τ.) (Α)
1. πολύ λεπτός
2. πολύ μικρός, μηδαμινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ισχνός και εμφανίζει επίθημα -αλέος].

Greek Monotonic

ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἰσχνός, λεπτός, αδύνατος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχαλέος: (= ἰσχνός) высохший, сухой (ἰ. κρομύοιο λοπός Hom.).

Middle Liddell

ἰσχᾰλέος, η, ον poet. for ἰσχνός,]
thin, Od.