ὀβολοστάτης: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ὁ, der Obolen wägt, ein kleinlicher schmutziger Wucherer; Ar. Nubb. 1139; Antiphan. bei Ath. III, 108 c; Plat. Ax. 367 b, mit der [[varia lectio|v.l.]] [[ὀβολοστάτις]]. Vgl. Poll. 3, 85. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ὁ, der Obolen wägt, ein kleinlicher schmutziger Wucherer; Ar. Nubb. 1139; Antiphan. bei Ath. III, 108 c; Plat. Ax. 367 b, mit der [[varia lectio|v.l.]] [[ὀβολοστάτις]]. Vgl. Poll. 3, 85. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />usurier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβολός]], [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀβολοστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἵστημι]]) ὁ ζυγίζων τοὺς ὀβολούς, ὅ ἐστιν αἰσχροκερδὴς [[δανειστής]], [[τοκογλύφος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1155, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττοῖς» 1. 4· θηλ. ὀβολοστάτις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β. - ὀβολοστατήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀρκάδ. 20. 10: - ἐκ τοῦ [[ὀβολοστάτης]] γίνεται ἡ ὀβολοστᾰτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ τοκογλύφου καὶ [[καθόλου]] τὸ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 10, 4. | |lstext='''ὀβολοστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἵστημι]]) ὁ ζυγίζων τοὺς ὀβολούς, ὅ ἐστιν αἰσχροκερδὴς [[δανειστής]], [[τοκογλύφος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1155, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττοῖς» 1. 4· θηλ. ὀβολοστάτις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β. - ὀβολοστατήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀρκάδ. 20. 10: - ἐκ τοῦ [[ὀβολοστάτης]] γίνεται ἡ ὀβολοστᾰτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ τοκογλύφου καὶ [[καθόλου]] τὸ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 10, 4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (ἵστημι) weigher of obols, i. e. petty usurer, Ar.Nu.1155, Hyp.Fr.154, Antiph.168, Philostr.VA8.7, Onos.1.20; but ἐκ τῶν πλουσίων τριάκοντα ᾑρέθησαν ὀ., ὅ ἐστι δανεισταὶ ἐπὶ ὀβολῷ τὴν μνᾶν δανείζοντες Sch.Aeschin.1.39 : perhaps from στῆσαι, = δανεῖσαι; cf. στάσιμος and Hsch. s. vv. ὀβολοστάτης, ἱστάνειν :—fem. ὀβολοστάτις, Pl. Ax.367b, Poll.3.112 : hence ὀβολοστατική (sc. τέχνη), ἡ, the trade of a petty usurer, and generally, usury, Arist.Pol.1258b2.
German (Pape)
[Seite 289] ὁ, der Obolen wägt, ein kleinlicher schmutziger Wucherer; Ar. Nubb. 1139; Antiphan. bei Ath. III, 108 c; Plat. Ax. 367 b, mit der v.l. ὀβολοστάτις. Vgl. Poll. 3, 85.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
usurier.
Étymologie: ὀβολός, ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβολοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἵστημι) ὁ ζυγίζων τοὺς ὀβολούς, ὅ ἐστιν αἰσχροκερδὴς δανειστής, τοκογλύφος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1155, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττοῖς» 1. 4· θηλ. ὀβολοστάτις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β. - ὀβολοστατήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀρκάδ. 20. 10: - ἐκ τοῦ ὀβολοστάτης γίνεται ἡ ὀβολοστᾰτικὴ (δηλ. τέχνη) ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τοκογλύφου καὶ καθόλου τὸ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 10, 4.
Greek Monolingual
ὀβολοστάτης, -ου, ὁ, θηλ. ὀβολοστάτις, -ιδος (Α)
αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. ο αισχοκερδής δανειστής, ο τοκογλύφος («κλάετε ὀβολοστάται αὐτοί τε καὶ τἀρχαῖα καὶ τόκοι τόκων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + -στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα- του ἵστημι, πρβλ. στάσις), πρβλ. θερμο-στάτης, λυχνο-στάτης].
Greek Monotonic
ὀβολοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἵστημι), αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. αισχροκερδής τοκογλύφος, σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὀβολοστᾰτική (ενν. τέχνη), ἡ, το επάγγελμα του τοκογλύφου, τοκογλυφία, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὀβολοστάτης: ου (ᾰ) ὁ взвешиватель оболов, т. е. мелочный ростовщик Arph.
Middle Liddell
ὀβολοστᾰ́της, ου, ὁ, ἵστημι
a weigher of obols, i. e. a petty usurer, Ar.