ὀϊστός: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0312.png Seite 312]] ὁ, att. [[οἰστός]], eigtl. der Getragene, Geworfene, der [[Pfeil]]; ἐν δ' ἔπεσε ζωστῆρι πικρὸς [[ὀϊστός]], Il. 4, 134. 217; φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν, θῆκε δ' ἐπὶ νευρῇ, 8, 323, [[τανυγλώχιν]], 297; [[χαλκήρης]], mit eherner Spitze, 13, 560; [[ἆλτο]] δ' ὀϊστὸς [[ὀξυβελής]], 4, 125, wie ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀϊστοὶ θρῶσκον, 15, 313; [[πτερόεις]], gefiedert, 5, 171, wie Pind. Ol. 9, 13, wo das Lied so heißt, nach einer dem Dichter geläufigen Übertragung, vgl. ἐκ φρενὸς εὐκλέας ὀϊστοὺς ἱέντες, d. i. mit dem Liede lobend, 2, 99; ἄφυκτον ὀϊστόν, Eur. Med. 635; Herc. Fur. 196; sp. D., wie Anacr. 12, 13; auch in Prosa, ἐν δεξιᾷ οἰστὸν προσαγόμενος μόνον, Plat. Legg. VII, 795 a. Bei Xen. An. 2, 1, 6 steht [[ὀϊστός]]. – Zeno bei Arist. phys. 6, 9 auch ἡ φερομένη [[ὀϊστός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0312.png Seite 312]] ὁ, att. [[οἰστός]], eigtl. der Getragene, Geworfene, der [[Pfeil]]; ἐν δ' ἔπεσε ζωστῆρι πικρὸς [[ὀϊστός]], Il. 4, 134. 217; φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν, θῆκε δ' ἐπὶ νευρῇ, 8, 323, [[τανυγλώχιν]], 297; [[χαλκήρης]], mit eherner Spitze, 13, 560; [[ἆλτο]] δ' ὀϊστὸς [[ὀξυβελής]], 4, 125, wie ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀϊστοὶ θρῶσκον, 15, 313; [[πτερόεις]], gefiedert, 5, 171, wie Pind. Ol. 9, 13, wo das Lied so heißt, nach einer dem Dichter geläufigen Übertragung, vgl. ἐκ φρενὸς εὐκλέας ὀϊστοὺς ἱέντες, d. i. mit dem Liede lobend, 2, 99; ἄφυκτον ὀϊστόν, Eur. Med. 635; Herc. Fur. 196; sp. D., wie Anacr. 12, 13; auch in Prosa, ἐν δεξιᾷ οἰστὸν προσαγόμενος μόνον, Plat. Legg. VII, 795 a. Bei Xen. An. 2, 1, 6 steht [[ὀϊστός]]. – Zeno bei Arist. phys. 6, 9 auch ἡ φερομένη [[ὀϊστός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />trait, flèche.<br />'''Étymologie:''' [[οἴσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀϊστός''': Ἀττ. οἰστὸς (Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 634), ὁ [[ὡσαύτως]] ἡ, Ζήνων ἐν Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 1)· ― [[βέλος]]· Ὅμ., Ἡσ., κλ· πικρὸς ὀϊστὸς Ἰλ. Δ. 134, κτλ.· [[πτερόεις]] Ν. 650· ἔχων [[τρεῖς]] ἀκίδας, τριγλώχιν Ε. 393· ἔχων μακρὰς καὶ ὀξείας γωνιώσεις, ὅ ἐστιν ἀκίδας, τανυγλώχιν Θ. 297· σπάνιον παρὰ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις, πυρφόροις οἰστοῖς Θουκ. 2. 75, Πλάτ. Ἴων 535Β, Νόμ. 795Α, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 6· ― μεταφορ., ἐπὶ ποιήματος, Πινδ. Ο. 9. 17, πρβλ. 2. 161· ὁ τῆς σοφίας ὀϊστὸς Ἡρακλείδου Ἀλληγ. Ὁμηρικ. 34. (Ἐπειδὴ ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ὀϊστός]], [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι σύμφωνόν τι ἀπώλετο μεταξὺ τῶν φωνηέντων, ο και ι· ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]. | |lstext='''ὀϊστός''': Ἀττ. οἰστὸς (Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 634), ὁ [[ὡσαύτως]] ἡ, Ζήνων ἐν Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 1)· ― [[βέλος]]· Ὅμ., Ἡσ., κλ· πικρὸς ὀϊστὸς Ἰλ. Δ. 134, κτλ.· [[πτερόεις]] Ν. 650· ἔχων [[τρεῖς]] ἀκίδας, τριγλώχιν Ε. 393· ἔχων μακρὰς καὶ ὀξείας γωνιώσεις, ὅ ἐστιν ἀκίδας, τανυγλώχιν Θ. 297· σπάνιον παρὰ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις, πυρφόροις οἰστοῖς Θουκ. 2. 75, Πλάτ. Ἴων 535Β, Νόμ. 795Α, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 6· ― μεταφορ., ἐπὶ ποιήματος, Πινδ. Ο. 9. 17, πρβλ. 2. 161· ὁ τῆς σοφίας ὀϊστὸς Ἡρακλείδου Ἀλληγ. Ὁμηρικ. 34. (Ἐπειδὴ ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ὀϊστός]], [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι σύμφωνόν τι ἀπώλετο μεταξὺ τῶν φωνηέντων, ο και ι· ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
Att. οἰστός (E.Fr.1063.13, Med.634 (lyr.)), ὁ (also ἡ Zeno ap.Arist.Ph.239b30), A arrow, πικρὸς ὀϊστός Il.4.134, al.; χαλκήρης 13.650; τριγλώχις 5.393; τανυγλώχις 8.297 : rare in Att. Prose, πυρφόροις οἰστοῖς Th.2.75, Pl.Ion535b, Lg.795a, X.An.2.1.6 : metaph., of a poem, Pi.O.2.90,9.12; ὁ τῆς σοφίας ὀϊστός Heraclit.All.34. II a plant, arrow-head, Sagitta sagittifolia, Magoap.Plin.HN21.111. III the constellation Sagitta, Eudox. ap. Hipparch.1.11.10.
German (Pape)
[Seite 312] ὁ, att. οἰστός, eigtl. der Getragene, Geworfene, der Pfeil; ἐν δ' ἔπεσε ζωστῆρι πικρὸς ὀϊστός, Il. 4, 134. 217; φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν, θῆκε δ' ἐπὶ νευρῇ, 8, 323, τανυγλώχιν, 297; χαλκήρης, mit eherner Spitze, 13, 560; ἆλτο δ' ὀϊστὸς ὀξυβελής, 4, 125, wie ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀϊστοὶ θρῶσκον, 15, 313; πτερόεις, gefiedert, 5, 171, wie Pind. Ol. 9, 13, wo das Lied so heißt, nach einer dem Dichter geläufigen Übertragung, vgl. ἐκ φρενὸς εὐκλέας ὀϊστοὺς ἱέντες, d. i. mit dem Liede lobend, 2, 99; ἄφυκτον ὀϊστόν, Eur. Med. 635; Herc. Fur. 196; sp. D., wie Anacr. 12, 13; auch in Prosa, ἐν δεξιᾷ οἰστὸν προσαγόμενος μόνον, Plat. Legg. VII, 795 a. Bei Xen. An. 2, 1, 6 steht ὀϊστός. – Zeno bei Arist. phys. 6, 9 auch ἡ φερομένη ὀϊστός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
trait, flèche.
Étymologie: οἴσω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀϊστός: Ἀττ. οἰστὸς (Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 634), ὁ ὡσαύτως ἡ, Ζήνων ἐν Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 1)· ― βέλος· Ὅμ., Ἡσ., κλ· πικρὸς ὀϊστὸς Ἰλ. Δ. 134, κτλ.· πτερόεις Ν. 650· ἔχων τρεῖς ἀκίδας, τριγλώχιν Ε. 393· ἔχων μακρὰς καὶ ὀξείας γωνιώσεις, ὅ ἐστιν ἀκίδας, τανυγλώχιν Θ. 297· σπάνιον παρὰ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις, πυρφόροις οἰστοῖς Θουκ. 2. 75, Πλάτ. Ἴων 535Β, Νόμ. 795Α, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 6· ― μεταφορ., ἐπὶ ποιήματος, Πινδ. Ο. 9. 17, πρβλ. 2. 161· ὁ τῆς σοφίας ὀϊστὸς Ἡρακλείδου Ἀλληγ. Ὁμηρικ. 34. (Ἐπειδὴ ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος εἶναι ὀϊστός, εἶναι πιθανὸν ὅτι σύμφωνόν τι ἀπώλετο μεταξὺ τῶν φωνηέντων, ο και ι· ἡ ῥίζα εἶναι ἄγνωστος.
Greek Monotonic
ὀϊστός: Αττ. οἰστός, βέλος, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ὀϊστός: атт. οἰστός ὁ, редко ἡ стрела (πτερόεις, χαλκήρης Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. (f.)
Meaning: arrow (Il.);
Other forms: οἰστός (Att.).
Compounds: As 1. member e.g. in ὀϊστο-δέγμων holding arrows (A. in lyr.).
Derivatives: ὀϊστεύω, also with δι-, ἀπ-, to shoot arrows (Hom., Nonn., AP) with ὀϊστευ-τήρ (Nonn., AP), -τής (Call.) archer, -μα n. arrowshot (Plu.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No convincing etymology. As ὀ- originally was not part of a diphthong, Brugmann IF 29, 231 (with criticism of earlier views) sees in ὀ-ϊσ-τός a prefixed verbal adj. to Skt. iṣ-yati bring in quick movement; prop. meaning "rushing on, flying towards" (or "uged on, sent off"?), with nearest formal connection to ὀΐομαι (s.v.); also ἰός arrow would be cognate. -- Older attempts also in Bq (all rightly rejected); cf. also Kretschmer Glotta 4, 351 (against Sadée KZ 43, 245ff.). - I think that Chantraine is correct in supposing that it is a Pre-Greek word (not in Furnée).
Frisk Etymology German
ὀϊστός: (ep. poet. seit Il.),
{oïstós}
Forms: οἰστός (att.)
Grammar: m. (f.)
Meaning: Pfeil;
Composita : als Vorderglied z.B. in ὀϊστοδέγμων Pfeile enthaltend (A. in lyr.).
Derivative: Davon ὀϊστεύω, auch mit δι-, ἀπ-, Pfeile schießen (Hom., Nonn., AP) mit ὀϊστευτήρ (Nonn., AP), -τής (Kall.) Pfeilschütze, -μα n. Pfeilschuß (Plu.).
Etymology : Keine ganz überzeugende Etymologie. Da ὀ- urspr. keinen Diphthong bildet, will Brugmann IF 29, 231 (mit Kritik früherer Deutungen) in ὀϊστός ein präfigiertes Verbaladj. zu aind. iṣ-yati in eilige Bewegung setzen sehen; eig. Bed. "anstürmend, darauf losfliegend" (od. "angetrieben, entsendet"?), mit nächster formaler Beziehung zu ὀΐομαι (s.d.); auch ἰός Pfeil wäre damit verwandt. — Ältere Versuche auch bei Bq (alle mit Recht abgelehnt); dazu noch Kretschmer Glotta 4, 351 (gegen Sadée KZ 43, 245ff.).
Page 2,369