ὑδασιστεγής: Difference between revisions
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] ές, das Wasser abhaltend, wasserdicht, [[πῖλος]], Philip. 5, 5 (VI, 90), wo υ lang gebraucht ist; vgl. Lob. Phryn. 688. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] ές, das Wasser abhaltend, wasserdicht, [[πῖλος]], Philip. 5, 5 (VI, 90), wo υ lang gebraucht ist; vgl. Lob. Phryn. 688. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />imperméable à l'eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[στέγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδᾰσιστεγής''': -ές, ὡς τὸ ὑδατοστεγής, ὁ στέγων, ἐμποδίζων τὸ [[ὕδωρ]] νὰ εἰσέλθῃ, [[πῖλος]] Ἀνθ. Π. 6. 90· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 688. [ῡ ἐν τῇ Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[χάριν]] τοῦ μέτρου]. | |lstext='''ὑδᾰσιστεγής''': -ές, ὡς τὸ ὑδατοστεγής, ὁ στέγων, ἐμποδίζων τὸ [[ὕδωρ]] νὰ εἰσέλθῃ, [[πῖλος]] Ἀνθ. Π. 6. 90· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 688. [ῡ ἐν τῇ Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[χάριν]] τοῦ μέτρου]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:03, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, water-proof, πῖλος AP6.90 (Phil.). [ῡ l. c., metri gr.]
German (Pape)
[Seite 1172] ές, das Wasser abhaltend, wasserdicht, πῖλος, Philip. 5, 5 (VI, 90), wo υ lang gebraucht ist; vgl. Lob. Phryn. 688.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
imperméable à l'eau.
Étymologie: ὕδωρ, στέγω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδᾰσιστεγής: -ές, ὡς τὸ ὑδατοστεγής, ὁ στέγων, ἐμποδίζων τὸ ὕδωρ νὰ εἰσέλθῃ, πῖλος Ἀνθ. Π. 6. 90· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 688. [ῡ ἐν τῇ Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ., χάριν τοῦ μέτρου].
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που εμποδίζει την εισροή νερού, υδατοστεγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδασι, δοτ. πληθ. της λ. ὕδωρ, ὕδατος + -στέγης (< στέγος < στέγω), πρβλ. ουρανο-στεγής].
Greek Monotonic
ὑδᾰσιστεγής: -ές, αυτός που εμποδίζει την είσοδο νερού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδᾰσιστεγής: (ῡ) задерживающий воду, водонепроницаемый (πῖλος Anth.).