ὀξύφωνος: Difference between revisions
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0355.png Seite 355]] mit heller, hoher Stimme; [[ἀηδών]], Soph. Trach. 959; Arist. physiogn. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0355.png Seite 355]] mit heller, hoher Stimme; [[ἀηδών]], Soph. Trach. 959; Arist. physiogn. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à la voix aiguë, claire <i>ou</i> sonore.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[φωνή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύφωνος''': -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν, διαπεραστικὴν φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος (πρβλ. ὀξὺς ΙΙ. 3), Τελέστ. 6, Σοφ. Τρ. 959· συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7, κἑξ. | |lstext='''ὀξύφωνος''': -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν, διαπεραστικὴν φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος (πρβλ. ὀξὺς ΙΙ. 3), Τελέστ. 6, Σοφ. Τρ. 959· συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7, κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, shrillvoiced, piercing (cf. ὀξύς 11.3), Telest.5; of the nightingale, S.Tr.963 (lyr.), Babr.12.3; with high-pitched voice, γυναῖκες Alex.Aphr.Pr.1.97 : Comp. -ότερος Arist.HA538b13, GA787b9.
German (Pape)
[Seite 355] mit heller, hoher Stimme; ἀηδών, Soph. Trach. 959; Arist. physiogn. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix aiguë, claire ou sonore.
Étymologie: ὀξύς, φωνή.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύφωνος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν, διαπεραστικὴν φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος (πρβλ. ὀξὺς ΙΙ. 3), Τελέστ. 6, Σοφ. Τρ. 959· συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7, κἑξ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀξύφωνος, -ον)
αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή («ὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνος
ο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνο
αρχ.
αυτός που έχει λεπτή φωνή («τὰ θήλεα ὀξυφωνότερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος].
Greek Monotonic
ὀξύφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει διαπεραστική φωνή, φωνή που τρυπάει τα αφτιά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύφωνος: звонкий (ἀηδών Soph.).