ὑπόχρυσος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
m (Text replacement - "d’o" to "d'o")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1240.png Seite 1240]] worunter Gold ist, mit Gold vermischt, goldhaltig, Plat. Rep. III, 415 c; – unter Gold sitzend, sehr reich; [[ἔμπορος]] Heliod. 2, 8; Luc. Tox. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1240.png Seite 1240]] worunter Gold ist, mit Gold vermischt, goldhaltig, Plat. Rep. III, 415 c; – unter Gold sitzend, sehr reich; [[ἔμπορος]] Heliod. 2, 8; Luc. Tox. 16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />couvert d'or, très riche.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χρυσός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόχρῡσος''': -ον, ὁ περιέχων [[μῖγμα]] ἢ [[μέρος]] χρυσοῦ, γῆ Πολυδ. Γ΄, 87· μεταφορ. ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 415C· [[νεανίσκος]] Λουκ. Τόξαρ. 16· πρβλ. [[ὑπάργυρος]], ὑπο-[[σίδηρος]], -χαλκος· ΙΙ. πεφορτωμένος μὲ χρυσόν, [[ὑπερβαλλόντως]] [[πλούσιος]], [[ἔμπορος]] Ἡλιόδ. 2. 8. ΙΙΙ. ὁ ἀπαστράπτων ἐκ χρυσοῦ, μῆλα Φιλόστρ. 809.
|lstext='''ὑπόχρῡσος''': -ον, ὁ περιέχων [[μῖγμα]] ἢ [[μέρος]] χρυσοῦ, γῆ Πολυδ. Γ΄, 87· μεταφορ. ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 415C· [[νεανίσκος]] Λουκ. Τόξαρ. 16· πρβλ. [[ὑπάργυρος]], ὑπο-[[σίδηρος]], -χαλκος· ΙΙ. πεφορτωμένος μὲ χρυσόν, [[ὑπερβαλλόντως]] [[πλούσιος]], [[ἔμπορος]] Ἡλιόδ. 2. 8. ΙΙΙ. ὁ ἀπαστράπτων ἐκ χρυσοῦ, μῆλα Φιλόστρ. 809.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />couvert d'or, très riche.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χρυσός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόχρῡσος Medium diacritics: ὑπόχρυσος Low diacritics: υπόχρυσος Capitals: ΥΠΟΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: hypóchrysos Transliteration B: hypochrysos Transliteration C: ypochrysos Beta Code: u(po/xrusos

English (LSJ)

ον, A containing a mixture or proportion of gold, γῆ Poll.3.87: metaph. of persons, Pl.R.415c; cf. ὑπάργυρος, etc. II laden with gold, very rich, ἔμπορος Hld.2.8; νεανίσκος 'gilded youth', Luc.Tox.16. III gleaming with gold, μῆλα Philostr.Im.1.31; gilded, Men.Epit.170; [δακτυλίους] σιδηροῦς ὑ. Inscr.Délos 298.33 (iii B. C.); κονδύλιον ὑ. ib.442 B61 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1240] worunter Gold ist, mit Gold vermischt, goldhaltig, Plat. Rep. III, 415 c; – unter Gold sitzend, sehr reich; ἔμπορος Heliod. 2, 8; Luc. Tox. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d'or, très riche.
Étymologie: ὑπό, χρυσός.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχρῡσος: -ον, ὁ περιέχων μῖγμαμέρος χρυσοῦ, γῆ Πολυδ. Γ΄, 87· μεταφορ. ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 415C· νεανίσκος Λουκ. Τόξαρ. 16· πρβλ. ὑπάργυρος, ὑπο-σίδηρος, -χαλκος· ΙΙ. πεφορτωμένος μὲ χρυσόν, ὑπερβαλλόντως πλούσιος, ἔμπορος Ἡλιόδ. 2. 8. ΙΙΙ. ὁ ἀπαστράπτων ἐκ χρυσοῦ, μῆλα Φιλόστρ. 809.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόχρυσος, -ον, ΝΑ
1. επίχρυσος
2. αυτός που χρυσίζει
αρχ.
1. αυτός που περιέχει χρυσό («γῆ ὑπόχρυσος», Πολυδ.)
2. ο υπερβολικά πλούσιος («ἄλλον τινὰ Κρῆτα νεανίσκων τῶν ὑποχρύσων ἐθήρα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χρυσός (πρβλ. ἐπίχρυσος, περίχρυσος)].

Greek Monotonic

ὑπόχρῡσος: -ον, αυτός που περιέχει μίγμα ή μέρος χρυσού· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόχρῡσος:
1) снизу или внутри золотой Plat.;
2) раззолоченный, богатый (νεανίσκος Luc.).

Middle Liddell

ὑπό-χρῡσος, ον,
containing a mixture or proportion of gold: metaph. of persons, Plat.