Ὤλενος: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=&#42;)/wlenos
|Beta Code=&#42;)/wlenos
|Definition=ἡ, [[Olenos]], a city of Achaia, <span class="bibl">Il.2.639</span>: prob. named from its lying [[in the bend]] (ὠλένη) of a hill, hence Adj. Ὠλένιος, α, ον, [[Achaean]], AP7.723.
|Definition=ἡ, [[Olenos]], a city of Achaia, <span class="bibl">Il.2.639</span>: prob. named from its lying [[in the bend]] (ὠλένη) of a hill, hence Adj. Ὠλένιος, α, ον, [[Achaean]], AP7.723.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />Olénos :<br /><b>1</b> v. d’Étolie;<br /><b>2</b> v. d’Achaïe.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ὤλενος''': ἡ, [[πόλις]] τῆς Ἀχαΐας, Ἰλ.· [[ἴσως]] ὀνομασθεῖσα [[οὕτως]] ὡς κειμένη ἐπὶ τῆς ὠλένης ἢ κλιτύος ὄρους, ὡς τὸ Γερμανικὸν Ellenbogen ([[ἀγκών]]).
|lstext='''Ὤλενος''': ἡ, [[πόλις]] τῆς Ἀχαΐας, Ἰλ.· [[ἴσως]] ὀνομασθεῖσα [[οὕτως]] ὡς κειμένη ἐπὶ τῆς ὠλένης ἢ κλιτύος ὄρους, ὡς τὸ Γερμανικὸν Ellenbogen ([[ἀγκών]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />Olénos :<br /><b>1</b> v. d’Étolie;<br /><b>2</b> v. d’Achaïe.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 18:37, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὤλενος Medium diacritics: Ὤλενος Low diacritics: Ώλενος Capitals: ΏΛΕΝΟΣ
Transliteration A: Ṓlenos Transliteration B: Ōlenos Transliteration C: Olenos Beta Code: *)/wlenos

English (LSJ)

ἡ, Olenos, a city of Achaia, Il.2.639: prob. named from its lying in the bend (ὠλένη) of a hill, hence Adj. Ὠλένιος, α, ον, Achaean, AP7.723.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Olénos :
1 v. d’Étolie;
2 v. d’Achaïe.

Greek (Liddell-Scott)

Ὤλενος: ἡ, πόλις τῆς Ἀχαΐας, Ἰλ.· ἴσως ὀνομασθεῖσα οὕτως ὡς κειμένη ἐπὶ τῆς ὠλένης ἢ κλιτύος ὄρους, ὡς τὸ Γερμανικὸν Ellenbogen (ἀγκών).

English (Autenrieth)

a town in Aetolia, on Mt. Aracynthus, Il. 2.639†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. ονομασία πόλης της Αχαΐας
2. ονομασία πόλης της Αιτωλίας κοντά στην Πλευρώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη «αγκώνας», με αναβιβασμό του τόνου. Η παραπάνω ονομασία οφείλεται πιθ. στο γεγονός ότι οι πόλεις ήταν χτισμένες ή στην καμπύλη λόφου ή στην στροφή ποταμού].

Greek Monotonic

Ὤλενος: ἡ, Ώλενος, πόλη της Αχαΐας, σε Ομήρ. Ιλ.· πιθ. ονομάστηκε έτσι λόγω της θέσης της στην καμπή (ὠλένη) όρους.

Russian (Dvoretsky)

Ὤλενος: ἡ Олен
1) город в Этолии, у подошвы горы Аракинф Hom., Soph.;
2) город в Ахайе Her.

Middle Liddell

Ὤλενος, ἡ,
Olenos, a city of Achaia, Il.; prob. named from its lying in the bend (ὠλένἠ of a hill.