ῥῖπος: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0845.png Seite 845]] τό, eine aus Zweigen oder Schilf geflochtene Decke, Matte; Her. 2, 96 (vgl. ῥίψ); gew. ῥίπος betont, ἐπὶ ῥίπους πλέοις für ἐπὶ ῥιπός (s. ῥίψ), als [[varia lectio|v.l.]] Plut. de Pyth. orac. 22. ὁ, = Folgdm, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0845.png Seite 845]] τό, eine aus Zweigen oder Schilf geflochtene Decke, Matte; Her. 2, 96 (vgl. ῥίψ); gew. ῥίπος betont, ἐπὶ ῥίπους πλέοις für ἐπὶ ῥιπός (s. ῥίψ), als [[varia lectio|v.l.]] Plut. de Pyth. orac. 22. ὁ, = Folgdm, Diosc.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />claie, natte.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ῥίψ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῖπος''': (οὐχὶ ῥίπος), εος, ὡς ῥίψ, [[ψίαθος]], ψάθα, ῥίπεῖ καλάμων Ἡρόδ. 2. 96· [[ὡσαύτως]] [[ῥῖπος]], ὁ, Διοσκ. 1. 55, Ἀγαθαρχ. σ. 47.
|lstext='''ῥῖπος''': (οὐχὶ ῥίπος), εος, ὡς ῥίψ, [[ψίαθος]], ψάθα, ῥίπεῖ καλάμων Ἡρόδ. 2. 96· [[ὡσαύτως]] [[ῥῖπος]], ὁ, Διοσκ. 1. 55, Ἀγαθαρχ. σ. 47.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />claie, natte.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ῥίψ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῖπος Medium diacritics: ῥῖπος Low diacritics: ρίπος Capitals: ΡΙΠΟΣ
Transliteration A: rhîpos Transliteration B: rhipos Transliteration C: ripos Beta Code: r(i=pos

English (LSJ)

εος, τό,= ῥίψ, mat or hurdle, ῥίπεϊ καλάμων v.l. in Hdt.2.96; ἀχύρων ῥ. Docum.Ant.dell' Africa Italiana 1.86, al. (Cyrene, iv B.C.): also ῥῖπος, ὁ, Aen.Tact.29.6 (pl.), PPetr.3p.328 (pl.), Agatharch. 63, Dsc.1.45.

German (Pape)

[Seite 845] τό, eine aus Zweigen oder Schilf geflochtene Decke, Matte; Her. 2, 96 (vgl. ῥίψ); gew. ῥίπος betont, ἐπὶ ῥίπους πλέοις für ἐπὶ ῥιπός (s. ῥίψ), als v.l. Plut. de Pyth. orac. 22. ὁ, = Folgdm, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
claie, natte.
Étymologie: DELG ῥίψ.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῖπος: (οὐχὶ ῥίπος), εος, ὡς ῥίψ, ψίαθος, ψάθα, ῥίπεῖ καλάμων Ἡρόδ. 2. 96· ὡσαύτως ῥῖπος, ὁ, Διοσκ. 1. 55, Ἀγαθαρχ. σ. 47.

Greek Monolingual

ο / ῥῑπος, ΝΑ, και ῥῑπος, τὸ, Α
νεοελλ.
ναυτ.
1. πλέγμα υφαντό ή χειρόπλεχτο από φθαρμένα σχοινιά, που χρησιμεύει για να τυλίγουν τα χοντρά σχοινιά και να τά προστατεύει από την τριβή
2. φρ. «ρίπος σύγκρουσης» ή «ρίπος Μακάροφ» — ορθογώνιο παράβλημα από διπλό μουσαμά ενισχυμένο με νευρώσεις που τοποθετείται έξω από ρήγμα στη γάστρα μικρού σκάφους και σφίγγεται για να το προστατεύσει από την κατάκλυση
αρχ.
ψάθα, ψαθί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ῥίψ, ῥιπός].

Russian (Dvoretsky)

ῥῖπος: εος τό плетенка, циновка Her.

Frisk Etymological English

Meaning: wickerwork
See also: s. ῥίψ.

Frisk Etymology German

ῥῖπος: {rhĩpos}
Meaning: Flechtwerk
See also: s. ῥίψ.
Page 2,658