γηροκόμος: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|btext=ος, ον :<br />qui prend soin de la vieillesse.<br />'''Étymologie:''' [[γῆρας]], [[κομέω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui prend soin de la vieillesse.<br />'''Étymologie:''' [[γῆρας]], [[κομέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[γηροκόμος]] -ον [[γῆρας]], [[κομέω]] oude mensen verzorgend. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γηροκόμος:''' Hes. = [[γηροβοσκός]]. | |||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 17: | ||
|lsmtext='''γηροκόμος:''' -ον ([[κομέω]]), αυτός που φροντίζει κάποιον ηλικιωμένο, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''γηροκόμος:''' -ον ([[κομέω]]), αυτός που φροντίζει κάποιον ηλικιωμένο, σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''γηροκόμος''': -ον, ([[κομέω]]) ὁ περιθάλπων τὸ [[γῆρας]], χήτει γηροκόμοιο Ἡσ. Θ. 605· [[δαίμων]] ἀντ᾿[[ἐμέθεν]] ὤπασε γηροκόμους, δηλ. θυγατέρας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 536· χεὶρ γ. Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 14· φροντίδες γ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 85. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κομέω]]<br />tending old age, Hes. | |mdlsjtxt=[[κομέω]]<br />tending old age, Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 2 October 2022
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prend soin de la vieillesse.
Étymologie: γῆρας, κομέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γηροκόμος -ον γῆρας, κομέω oude mensen verzorgend.
Russian (Dvoretsky)
γηροκόμος: Hes. = γηροβοσκός.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): γηρω- Lib.Decl.49.25
• Morfología: [gen. ép. -οιο Hes.Th.605]
I 1atendido en la vejez γενέτας IMEG 67.6 (II a.C.).
2 que cuida en la vejez ἔσῃ τ' ἐμοὶ εἰς κηδεμόνα καὶ γηροκόμον I.AI 1.231, cf. Lib.l.c., θυγατέρες ITomis 174.9 (II/III d.C.), χείρ IG 22.7447.14 (II d.C.), φροντίσι γηροκόμοισιν con solícitas preocupaciones por el anciano (padre), Opp.H.5.85, γεροκόμοι ἐλπίδες esperanzas que dan aliento en la vejez Gr.Naz.M.35.928A, cf. A.D.Pron.5.6.
II subst. ὁ γ.
1 persona que cuida en la vejez χήτει γηροκόμοιο sin tener quien cuide en la vejez Hes.l.c.
2 necesidad de atención en la vejez ἡμῖν τε ὁ γ. ἐγγύς Alciphr.2.13.3.
Greek Monolingual
γηροκόμος, ο, η (Α γηροκόμος, -ον
Μ γηροκόμος, ο, η)
αυτός που φροντίζει τους γέρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + -κόμος < κομώ].
Greek Monotonic
γηροκόμος: -ον (κομέω), αυτός που φροντίζει κάποιον ηλικιωμένο, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
γηροκόμος: -ον, (κομέω) ὁ περιθάλπων τὸ γῆρας, χήτει γηροκόμοιο Ἡσ. Θ. 605· δαίμων ἀντ᾿ἐμέθεν ὤπασε γηροκόμους, δηλ. θυγατέρας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 536· χεὶρ γ. Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 14· φροντίδες γ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 85.
Middle Liddell
κομέω
tending old age, Hes.