δέκτωρ: Difference between revisions
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui accueille, gén..<br />'''Étymologie:''' [[δέχομαι]]. | |btext=ορος (ὁ) :<br />qui accueille, gén..<br />'''Étymologie:''' [[δέχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δέκτωρ -ορος, ὁ [δέχομαι] ontvanger. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δέκτωρ:''' ορος ὁ принимающий на себя, т. е. покровитель, защитник (αἵματος νέου Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''δέκτωρ:''' -ορος, ὁ, ποιητ. αντί [[δέκτης]], [[κάποιος]] που αναλαμβάνει ο [[ίδιος]] ή δέχεται πάνω του· <i>αἵματος δ.νέου</i>, [[υπερασπιστής]] αίματος που χύθηκε πρόσφατα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δέκτωρ:''' -ορος, ὁ, ποιητ. αντί [[δέκτης]], [[κάποιος]] που αναλαμβάνει ο [[ίδιος]] ή δέχεται πάνω του· <i>αἵματος δ.νέου</i>, [[υπερασπιστής]] αίματος που χύθηκε πρόσφατα, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δέκτωρ''': -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[δέκτης]], ὁ ἀναλαμβάνων ἐφ’ ἑαυτὸν ἢ ἐπὶ τὴν κεφαλήν του, αἵματος δ. νέου Αἰσχύλ. Εὐμ. 204. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />one who takes [[upon]] [[himself]] or on his own [[head]], αἵματος δ. νέου Aesch. | |mdlsjtxt=<br />one who takes [[upon]] [[himself]] or on his own [[head]], αἵματος δ. νέου Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ορος, ὁ, one who takes upon himself or on his own head, αἵματος δ. νέου A.Eu.204.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
que acoge, de donde protector ὑπέστης αἵματος δ. νέου fuiste protector de un nuevo crimen ref. a Apolo, A.Eu.204.
German (Pape)
[Seite 543] ορος, ὁ, der etwas auf sich nimmt; νέου αἵματος, Vertheidiger frisch vergossenen Blutes, Aesch. Eum. 195.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui accueille, gén..
Étymologie: δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέκτωρ -ορος, ὁ [δέχομαι] ontvanger.
Russian (Dvoretsky)
δέκτωρ: ορος ὁ принимающий на себя, т. е. покровитель, защитник (αἵματος νέου Aesch.).
Greek Monolingual
δέκτωρ, ο (Α) δέχομαι
φρ. «αἵματος δέκτωρ νέου» — αυτός που παίρνει επάνω του τον νέο φόνο (Αισχύλ.).
Greek Monotonic
δέκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. αντί δέκτης, κάποιος που αναλαμβάνει ο ίδιος ή δέχεται πάνω του· αἵματος δ.νέου, υπερασπιστής αίματος που χύθηκε πρόσφατα, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
δέκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δέκτης, ὁ ἀναλαμβάνων ἐφ’ ἑαυτὸν ἢ ἐπὶ τὴν κεφαλήν του, αἵματος δ. νέου Αἰσχύλ. Εὐμ. 204.
Middle Liddell
one who takes upon himself or on his own head, αἵματος δ. νέου Aesch.