δειλακρίων: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ωνος (ὁ) :<br />pauvre malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[δείλακρος]].
|btext=ωνος (ὁ) :<br />pauvre malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[δείλακρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δειλακρίων''': -ωνος, ὁ, [[δειλός]]· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ σημασίας θωπευτικῆς, ὁ καϋμένος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, Ὄρν. 143.
|elnltext=δειλακρίων -ωνος, ὁ [δείλακρος] sukkel.
}}
{{elru
|elrutext='''δειλακρίων:''' ωνος ὁ жалкий человек, бедняга Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δειλακρίων:''' -ωνος, ὁ ([[δειλός]]), [[φοβιτσιάρης]], [[άνανδρος]]· [[συνήθως]] όμως με [[σημασία]] συμπάθειας, παρηγορίας και κολακείας, καϋμένε φίλε! σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δειλακρίων:''' -ωνος, ὁ ([[δειλός]]), [[φοβιτσιάρης]], [[άνανδρος]]· [[συνήθως]] όμως με [[σημασία]] συμπάθειας, παρηγορίας και κολακείας, καϋμένε φίλε! σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δειλακρίων:''' ωνος ὁ жалкий человек, бедняга Arph.
|lstext='''δειλακρίων''': -ωνος, ὁ, [[δειλός]]· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ σημασίας θωπευτικῆς, ὁ καϋμένος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, Ὄρν. 143.
}}
{{elnl
|elnltext=δειλακρίων -ωνος, ὁ [δείλακρος] sukkel.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δειλός]]<br />a [[coward]]: [[commonly]] with a [[coaxing]] [[sense]], [[poor]] [[fellow]]! Ar.
|mdlsjtxt=[[δειλός]]<br />a [[coward]]: [[commonly]] with a [[coaxing]] [[sense]], [[poor]] [[fellow]]! Ar.
}}
}}

Revision as of 20:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλακρίων Medium diacritics: δειλακρίων Low diacritics: δειλακρίων Capitals: ΔΕΙΛΑΚΡΙΩΝ
Transliteration A: deilakríōn Transliteration B: deilakriōn Transliteration C: deilakrion Beta Code: deilakri/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, pitiable creature; in Com., poor fellow! Ar.Pax193, Av.143.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ
desgraciado ὦ δ., πῶς ἦλθες Ar.Pax 193, ὦ δ. σύ Ar.Au.143.

German (Pape)

[Seite 536] ὁ, Memme, Jammermensch, Ar. Av. 143 Pax 193.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
pauvre malheureux.
Étymologie: δείλακρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειλακρίων -ωνος, ὁ [δείλακρος] sukkel.

Russian (Dvoretsky)

δειλακρίων: ωνος ὁ жалкий человек, бедняга Arph.

Greek Monolingual

δειλακρίων, ο (Α) δείλακρος
1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος
2. (με συμπάθεια) κακομοίρης.

Greek Monotonic

δειλακρίων: -ωνος, ὁ (δειλός), φοβιτσιάρης, άνανδρος· συνήθως όμως με σημασία συμπάθειας, παρηγορίας και κολακείας, καϋμένε φίλε! σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δειλακρίων: -ωνος, ὁ, δειλός· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ σημασίας θωπευτικῆς, ὁ καϋμένος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, Ὄρν. 143.

Middle Liddell

δειλός
a coward: commonly with a coaxing sense, poor fellow! Ar.