δενδρόφυτος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br />planté d'arbres, boisé.<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]], [[φύω]].
|btext=ος, ον :<br />planté d'arbres, boisé.<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]], [[φύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δενδρόφυτος''': -ον, πεφυτευμένος δένδροις, [[κατάφυτος]], [[χώρα]] Πλούτ. Καμ. 16. ΙΙ. [[πέτρα]] δ., [[εἶδος]] ἀχάτου λίθου φέροντος σημεῖά τινα ὅμοια πρὸς δένδρα, Ὀρφ. Λιθ. 230.
|elnltext=δενδρόφυτος -ον [δένδρον, φύω] met bomen beplant.
}}
{{elru
|elrutext='''δενδρόφῠτος:''' [[поросший деревьями]] ([[χώρα]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δενδρόφῠτος:''' -ον, [[περιοχή]] στην οποία έχουν φυτευθεί δέντρα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δενδρόφῠτος:''' -ον, [[περιοχή]] στην οποία έχουν φυτευθεί δέντρα, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δενδρόφῠτος:''' [[поросший деревьями]] ([[χώρα]] Plut.).
|lstext='''δενδρόφυτος''': -ον, πεφυτευμένος δένδροις, [[κατάφυτος]], [[χώρα]] Πλούτ. Καμ. 16. ΙΙ. [[πέτρα]] δ., [[εἶδος]] ἀχάτου λίθου φέροντος σημεῖά τινα ὅμοια πρὸς δένδρα, Ὀρφ. Λιθ. 230.
}}
{{elnl
|elnltext=δενδρόφυτος -ον [δένδρον, φύω] met bomen beplant.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=planted with trees, Plut.
|mdlsjtxt=planted with trees, Plut.
}}
}}

Revision as of 20:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρόφῠτος Medium diacritics: δενδρόφυτος Low diacritics: δενδρόφυτος Capitals: ΔΕΝΔΡΟΦΥΤΟΣ
Transliteration A: dendróphytos Transliteration B: dendrophytos Transliteration C: dendrofytos Beta Code: dendro/futos

English (LSJ)

ον, A planted with trees, χώρα Plu.Cam.16, cf. PRyl.427. II πέτρα δ. a kind of agate, with tree-like marks, Orph.L.232.

Spanish (DGE)

(δενδρόφῠτος) -ον
1 plantado de árboles, boscoso χώρα Plu.Cam.16, cf. PRyl.427.29 (II/III d.C.), ὄρη Tz.Comm.Ar.2.449.3.
2 que se formó como árbol, arbóreo δ. πέτρη ágata arbórea Orph.L.232, cf. δενδρήεις 3 y δενδραχάτης.

German (Pape)

[Seite 546] 1) mit Bäumen bewachsen, Plut. Cam. 16. – 2) πέτρα, ein Stein mit Abdrücken von Bäumen u. Pflanzen, Orph. Lith. 230.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté d'arbres, boisé.
Étymologie: δένδρον, φύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δενδρόφυτος -ον [δένδρον, φύω] met bomen beplant.

Russian (Dvoretsky)

δενδρόφῠτος: поросший деревьями (χώρα Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δενδρόφυτος, -ον)
(για τόπους) κατάφυτος, δενδροφυτεμένος
αρχ.
«πέτρα δενδρόφυτος» — είδος αχάτη με κλαδωτές γραμμές στην επιφάνεια.

Greek Monotonic

δενδρόφῠτος: -ον, περιοχή στην οποία έχουν φυτευθεί δέντρα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρόφυτος: -ον, πεφυτευμένος δένδροις, κατάφυτος, χώρα Πλούτ. Καμ. 16. ΙΙ. πέτρα δ., εἶδος ἀχάτου λίθου φέροντος σημεῖά τινα ὅμοια πρὸς δένδρα, Ὀρφ. Λιθ. 230.

Middle Liddell

planted with trees, Plut.