δηξίθυμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br />qui ronge, <i>litt.</i> qui mord le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]], [[θυμός]].
|btext=ος, ον :<br />qui ronge, <i>litt.</i> qui mord le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]], [[θυμός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δηξίθῡμος''': -ον, = [[δακέθυμος]], [[θυμοδακής]], ὁ τὴν ψυχὴν δάκνων, κατατρώγων, φθείρων, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· κωμικῶς, δ. [[ὀξάλμη]] Σώπατ. παρ᾿ Ἀθήν. 101Β.
|elnltext=δηξίθυμος -ον [δάκνω, θυμός] hartverscheurend.
}}
{{elru
|elrutext='''δηξίθῡμος:''' Aesch. = [[δακέθυμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δηξίθῡμος:''' -ον, = <i>δακέ-θυμος</i>, λέγεται για την [[αγάπη]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δηξίθῡμος:''' -ον, = <i>δακέ-θυμος</i>, λέγεται για την [[αγάπη]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δηξίθῡμος:''' Aesch. = [[δακέθυμος]].
|lstext='''δηξίθῡμος''': -ον, = [[δακέθυμος]], [[θυμοδακής]], ὁ τὴν ψυχὴν δάκνων, κατατρώγων, φθείρων, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· κωμικῶς, δ. [[ὀξάλμη]] Σώπατ. παρ᾿ Ἀθήν. 101Β.
}}
{{elnl
|elnltext=δηξίθυμος -ον [δάκνω, θυμός] hartverscheurend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[δακέθυμος]], of [[love]], Aesch.]
|mdlsjtxt== [[δακέθυμος]], of [[love]], Aesch.]
}}
}}

Revision as of 20:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηξίθῡμος Medium diacritics: δηξίθυμος Low diacritics: δηξίθυμος Capitals: ΔΗΞΙΘΥΜΟΣ
Transliteration A: dēxíthymos Transliteration B: dēxithymos Transliteration C: diksithymos Beta Code: dhci/qumos

English (LSJ)

[ῐ], ον, = δακέθυμος, ἔρωτος ἄνθος A.Ag.743 (lyr.); comically, δ. ὀξάλμη Sopat.21.

Spanish (DGE)

(δηξίθῡμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que muerde el alma, que roe el corazón ἔρωτος ἄνθος A.A.743, cf. Eust.1506.64
paród. que devora el estómago, picante ὀξάλμη Sopat.21.

German (Pape)

[Seite 567] herznagend, ἔρωτος ἄνθος, Aesch. Ag. 722; ἅλμη, heißend, Sopat. bei Ath. III, 101 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ronge, litt. qui mord le cœur.
Étymologie: δάκνω, θυμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δηξίθυμος -ον [δάκνω, θυμός] hartverscheurend.

Russian (Dvoretsky)

δηξίθῡμος: Aesch. = δακέθυμος.

Greek Monolingual

δηξίθυμος, -ον (Α)
αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την ψυχήδηξίθυμος ἔρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηξι- < (μέλλ.) δήξομαι του δάκνω + θυμός «ψυχή». Η λ. ανήκει στα σύνθετα της αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α' συνθετικό ρηματικό όνομα σε -τι ή -(σ)ι- (πρβλ. αλεξίκανος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)].

Greek Monotonic

δηξίθῡμος: -ον, = δακέ-θυμος, λέγεται για την αγάπη, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

δηξίθῡμος: -ον, = δακέθυμος, θυμοδακής, ὁ τὴν ψυχὴν δάκνων, κατατρώγων, φθείρων, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· κωμικῶς, δ. ὀξάλμη Σώπατ. παρ᾿ Ἀθήν. 101Β.

Middle Liddell

= δακέθυμος, of love, Aesch.]