κέδρινος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=η, ον :<br />de cèdre, de bois de cèdre.<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]].
|btext=η, ον :<br />de cèdre, de bois de cèdre.<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κέδρῐνος''': -η, -ον, ([[κέδρος]]) ἐκ κέδρου, [[θάλαμος]] Ἰλ. Ω. 192· δόμοι Εὐρ. Ἄλκ. 160· [[ξυλεία]] Πολύβ. 10. 27, 10. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κέδρου, [[ἔλαιον]] Ἱππ. 574. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 2· [[οἶνος]] κέδρ. ([[ὅστις]] καὶ [[κεδρίτης]] λέγεται) Διοσκ. 5. 45 καὶ 47.
|elnltext=κέδρινος -η -ον [κέδρος] van cederhout.
}}
{{elru
|elrutext='''κέδρῐνος:''' [[сделанный из кедра]], [[кедровый]] ([[θάλαμος]] Hom.; δόμοι Eur.; ξύλα Diod.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κέδρῐνος:''' -η, -ον, λέγεται για τον [[κέδρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
|lsmtext='''κέδρῐνος:''' -η, -ον, λέγεται για τον [[κέδρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κέδρῐνος:''' [[сделанный из кедра]], [[кедровый]] ([[θάλαμος]] Hom.; δόμοι Eur.; ξύλα Diod.).
|lstext='''κέδρῐνος''': -η, -ον, ([[κέδρος]]) ἐκ κέδρου, [[θάλαμος]] Ἰλ. Ω. 192· δόμοι Εὐρ. Ἄλκ. 160· [[ξυλεία]] Πολύβ. 10. 27, 10. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κέδρου, [[ἔλαιον]] Ἱππ. 574. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 2· [[οἶνος]] κέδρ. ([[ὅστις]] καὶ [[κεδρίτης]] λέγεται) Διοσκ. 5. 45 καὶ 47.
}}
{{elnl
|elnltext=κέδρινος -η -ον [κέδρος] van cederhout.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέδρῐνος Medium diacritics: κέδρινος Low diacritics: κέδρινος Capitals: ΚΕΔΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kédrinos Transliteration B: kedrinos Transliteration C: kedrinos Beta Code: ke/drinos

English (LSJ)

η, ον, (κέδρος) A of cedar, θάλαμος Il.24.192; δόμοι E.Alc.160; ξύλα IG11(2).161 D92 (Delos, iii B.C.); ξυλεία Plb. 10.27.10; φατνώματα J.BJ5.5.2; τῶν ξύλων τὰ κ. Thphr.HP5.9.8. 2 made from κεδρελάτη, ἔλαιον Hp.Mul.1.78, Arist.HA583a23; οἶνος Dsc.5.36. 3 κέδρινον, τό, orange-coloured dye, PHolm. 21.30.

German (Pape)

[Seite 1411] von Cederholz; θάλαμος Il. 24, 192; δόμοι Eur. Alc. 158; ξύλα D. Sic. 19, 58; ξυλεία Pol. 13, 5, 11; τὸ κέδρινον, Cederöl, Hippocr.; vgl. Arist. H. A. 7, 3; κέδρινος οἶνος, = κεδρίτης, Diosc.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cèdre, de bois de cèdre.
Étymologie: κέδρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέδρινος -η -ον [κέδρος] van cederhout.

Russian (Dvoretsky)

κέδρῐνος: сделанный из кедра, кедровый (θάλαμος Hom.; δόμοι Eur.; ξύλα Diod.).

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α κέδρινος -ίνη, -ον) κέδρος
1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα»)
2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινον
πάπ. το πορτοκαλί χρώμα.

Greek Monotonic

κέδρῐνος: -η, -ον, λέγεται για τον κέδρο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κέδρῐνος: -η, -ον, (κέδρος) ἐκ κέδρου, θάλαμος Ἰλ. Ω. 192· δόμοι Εὐρ. Ἄλκ. 160· ξυλεία Πολύβ. 10. 27, 10. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κέδρου, ἔλαιον Ἱππ. 574. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 2· οἶνος κέδρ. (ὅστις καὶ κεδρίτης λέγεται) Διοσκ. 5. 45 καὶ 47.

Middle Liddell

κέδρῐνος, η, ον
of cedar, Il., Eur. [from κέδρος

English (Woodhouse)

of cedar

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)