κανθήλιος: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[ὄνος]] <i>et sans</i> [[ὄνος]], âne qui porte des paniers suspendus au bât;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> âne bâté, sot, lourdaud.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]], cf. [[κανθήλια]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[ὄνος]] <i>et sans</i> [[ὄνος]], âne qui porte des paniers suspendus au bât;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> âne bâté, sot, lourdaud.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]], cf. [[κανθήλια]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κανθήλιος -ου, ὁ [~ κάνθων] pakezel; ook adj.: κ. ὄνος pakezel; overdr. van pers.: φησί... ὑμᾶς... ὄνους κανθηλίους (het orakel) zegt dat jullie domme ezels zijn Luc. 21.31. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κανθήλιος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> (тж. κ. [[ὄνος]] Xen., Plat., Luc.) вьючный осел Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> бран. [[осел]], [[глупец]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κανθήλιος:''' ὁ, = [[κάνθων]], είδος μεγάλου γαϊδάρου για τη [[μεταφορά]] φορτίων, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''κανθήλιος:''' ὁ, = [[κάνθων]], είδος μεγάλου γαϊδάρου για τη [[μεταφορά]] φορτίων, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κανθήλιος''': ὁ, = [[κάνθων]], [[εἶδος]] μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς [[ὄνος]], Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο [[κανθήλιος]] ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. 3· [[ὄνος]] [[κανθήλιος]] Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., [[ὄνος]], [[βλάξ]] [[μωρός]], «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, pack-ass, Ar.Lys.290 (lyr.), Luc.Pseudol.3, POxy. 1733.4 (iii A.D.); ὄνος κ. Hermipp.9, X.Cyr.7.5.11, Pl.Smp.221e, etc.: metaph., ass, blockhead, Lysipp.7, Luc.JTr.31.
German (Pape)
[Seite 1321] ὁ (s. κάνθος), ein großer Lastesel; ὄνος Posidipp. bei Ath. X, 415 b; Plat. Gorg. 299 b Conv. 221 e; Xen. Cyr. 7, 5, 11; ὄνος Ar. Lys. 290; Luc. Pseudol. 3. – Übertr., ein Dummkopf, βραδὺς νοῆσαι Suid.; vgl. Luc. Iup. trag. 31.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 ὄνος et sans ὄνος, âne qui porte des paniers suspendus au bât;
2 fig. âne bâté, sot, lourdaud.
Étymologie: κάνης, cf. κανθήλια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κανθήλιος -ου, ὁ [~ κάνθων] pakezel; ook adj.: κ. ὄνος pakezel; overdr. van pers.: φησί... ὑμᾶς... ὄνους κανθηλίους (het orakel) zegt dat jullie domme ezels zijn Luc. 21.31.
Russian (Dvoretsky)
κανθήλιος: ὁ
1) (тж. κ. ὄνος Xen., Plat., Luc.) вьючный осел Arph., Plat.;
2) бран. осел, глупец Luc.
Greek Monolingual
κανθήλιος, ὁ (Α) κανθήλιον
1. φορτηγὸς όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές
2. ως επίθ. μτφ. μωρός, βλάκας.
Greek Monotonic
κανθήλιος: ὁ, = κάνθων, είδος μεγάλου γαϊδάρου για τη μεταφορά φορτίων, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κανθήλιος: ὁ, = κάνθων, εἶδος μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς ὄνος, Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο κανθήλιος ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. 3· ὄνος κανθήλιος Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., ὄνος, βλάξ μωρός, «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31.
Middle Liddell
κανθήλιος, ὁ, = κάνθων,]
a large sort of ass for carrying burdens, a pack-ass, Xen., Plat., etc.