κατάφυτος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />planté : τινι de qch ; <i>abs.</i> couvert de plantations.<br />'''Étymologie:''' [[καταφύω]].
|btext=ος, ον :<br />planté : τινι de qch ; <i>abs.</i> couvert de plantations.<br />'''Étymologie:''' [[καταφύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατάφῠτος''': -ον, καταπεφυτευμένος, [[πλήρης]] φυτῶν ἢ δένδρων, τόποι κ. Πολύβ. 18. 3, 1· κ. ἀσφοδέλῳ, [[πλήρης]] ἐξ…, Λουκ. Νεκυομ. 11· [[περίπατος]] κ. καὶ [[σύσκιος]] Πλουτ. Κικ. 48.
|elnltext=κατάφυτος -ον rijk beplant.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάφῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обсаженный деревьями]], [[покрытый растительностью]] (τόποι Polyb.; [[περίπατος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[заросший]] (τῷ ἀσφοδέλῳ Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατάφῠτος:''' -ον, ολόφυτος με [[κάτι]], [[κατάφυτος]], με δοτ., σε Λουκ.
|lsmtext='''κατάφῠτος:''' -ον, ολόφυτος με [[κάτι]], [[κατάφυτος]], με δοτ., σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάφῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обсаженный деревьями]], [[покрытый растительностью]] (τόποι Polyb.; [[περίπατος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[заросший]] (τῷ ἀσφοδέλῳ Luc.).
|lstext='''κατάφῠτος''': -ον, καταπεφυτευμένος, [[πλήρης]] φυτῶν ἢ δένδρων, τόποι κ. Πολύβ. 18. 3, 1· κ. ἀσφοδέλῳ, [[πλήρης]] ἐξ…, Λουκ. Νεκυομ. 11· [[περίπατος]] κ. καὶ [[σύσκιος]] Πλουτ. Κικ. 48.
}}
{{elnl
|elnltext=κατάφυτος -ον rijk beplant.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατάφῠτος, ον<br />all planted with a [[thing]], c. dat., Luc.
|mdlsjtxt=κατάφῠτος, ον<br />all planted with a [[thing]], c. dat., Luc.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφῠτος Medium diacritics: κατάφυτος Low diacritics: κατάφυτος Capitals: ΚΑΤΑΦΥΤΟΣ
Transliteration A: katáphytos Transliteration B: kataphytos Transliteration C: katafytos Beta Code: kata/futos

English (LSJ)

ον, full of plants or trees, τόποι Plb.18.20.1: c. dat., planted with... κηπεύμασι καὶ καρποῖς D.S.2.37; δένδροις Str. 12.2.1; ἀσφοδέλῳ Luc.Nec.11.

German (Pape)

[Seite 1390] bepflanzt; τόποι Pol. 18, 3, 1; τῷ ἀσφοδέλῳ Luc. Necyom. 11; καὶ σύσκιος περίπατος Plut. Cic. 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté : τινι de qch ; abs. couvert de plantations.
Étymologie: καταφύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάφυτος -ον rijk beplant.

Russian (Dvoretsky)

κατάφῠτος:
1) обсаженный деревьями, покрытый растительностью (τόποι Polyb.; περίπατος Plut.);
2) заросший (τῷ ἀσφοδέλῳ Luc.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάφυτος, -ον)
(για τόπους) γεμάτος φυτά ή φυτείες, πυκνοφυτεμένος
αρχ.
φυτευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. έμφυτος, σύμφυτος].

Greek Monotonic

κατάφῠτος: -ον, ολόφυτος με κάτι, κατάφυτος, με δοτ., σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφῠτος: -ον, καταπεφυτευμένος, πλήρης φυτῶν ἢ δένδρων, τόποι κ. Πολύβ. 18. 3, 1· κ. ἀσφοδέλῳ, πλήρης ἐξ…, Λουκ. Νεκυομ. 11· περίπατος κ. καὶ σύσκιος Πλουτ. Κικ. 48.

Middle Liddell

κατάφῠτος, ον
all planted with a thing, c. dat., Luc.