καταπετρόω: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />lapider.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πετρόω]].
|btext=-ῶ :<br />lapider.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πετρόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταπετρόω''': λιθοβολῶν [[φονεύω]] ἢ ἐπισωρεύων ἐπ’ [[αὐτοῦ]] πέτρας [[ἐξαφανίζω]], ἐξέφυγε τοῦ μὴ καταπετρωθῆναι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 2· πρβλ. [[καταλιθόω]]. ΙΙ. [[καταρρίπτω]] ἔκ τινος βράχου (ἐκ πετρῶν) τοὺς θανατουμένους καταπετροῦσι, τοὺς δὲ [[πατραλοίας]] ἔξω τῶν ὅρων ἢ τῶν [[πόλεων]] καταλεύουσιν Στράβ. 3. σ. 155.
|elnltext=κατα-πετρόω stenigen.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπετρόω:''' [[побивать камнями]] ([[Κλέαρχος]] μικρὸν ἐξέφυγε τὸ μὴ καταπετρωθῆναι Xen.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπετρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[λιθοβολώ]] [[μέχρι]] θανάτου, σε Ξεν.
|lsmtext='''καταπετρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[λιθοβολώ]] [[μέχρι]] θανάτου, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπετρόω:''' [[побивать камнями]] ([[Κλέαρχος]] μικρὸν ἐξέφυγε τὸ μὴ καταπετρωθῆναι Xen.).
|lstext='''καταπετρόω''': λιθοβολῶν [[φονεύω]] ἢ ἐπισωρεύων ἐπ’ [[αὐτοῦ]] πέτρας [[ἐξαφανίζω]], ἐξέφυγε τοῦ μὴ καταπετρωθῆναι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 2· πρβλ. [[καταλιθόω]]. ΙΙ. [[καταρρίπτω]] ἔκ τινος βράχου (ἐκ πετρῶν) τοὺς θανατουμένους καταπετροῦσι, τοὺς δὲ [[πατραλοίας]] ἔξω τῶν ὅρων ἢ τῶν [[πόλεων]] καταλεύουσιν Στράβ. 3. σ. 155.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πετρόω stenigen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br />to [[stone]] to [[death]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br />to [[stone]] to [[death]], Xen.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπετρόω Medium diacritics: καταπετρόω Low diacritics: καταπετρόω Capitals: ΚΑΤΑΠΕΤΡΟΩ
Transliteration A: katapetróō Transliteration B: katapetroō Transliteration C: katapetroo Beta Code: katapetro/w

English (LSJ)

A stone to death, X.An.1.3.2 (Pass.). II throw down from a rock, Str.3.3.7.

German (Pape)

[Seite 1369] mit Steinen bedecken, zu Tode steinigen; Xen. An. 1, 3, 2; Strab. III, 155.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
lapider.
Étymologie: κατά, πετρόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πετρόω stenigen.

Russian (Dvoretsky)

καταπετρόω: побивать камнями (Κλέαρχος μικρὸν ἐξέφυγε τὸ μὴ καταπετρωθῆναι Xen.).

Greek Monotonic

καταπετρόω: μέλ. -ώσω, λιθοβολώ μέχρι θανάτου, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

καταπετρόω: λιθοβολῶν φονεύω ἢ ἐπισωρεύων ἐπ’ αὐτοῦ πέτρας ἐξαφανίζω, ἐξέφυγε τοῦ μὴ καταπετρωθῆναι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 2· πρβλ. καταλιθόω. ΙΙ. καταρρίπτω ἔκ τινος βράχου (ἐκ πετρῶν) τοὺς θανατουμένους καταπετροῦσι, τοὺς δὲ πατραλοίας ἔξω τῶν ὅρων ἢ τῶν πόλεων καταλεύουσιν Στράβ. 3. σ. 155.

Middle Liddell

fut. ώσω
to stone to death, Xen.