καλιάς: Difference between revisions

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=άδος (ἡ) :<br /><b>1</b> maisonnette;<br /><b>2</b> chapelle.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καλιά]].
|btext=άδος (ἡ) :<br /><b>1</b> maisonnette;<br /><b>2</b> chapelle.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καλιά]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καλιάς''': -άδος, = τῷ προηγ., [[καλύβη]], Ἀνθ. Π. 11. 44, Πλούτ. 2. 418Α: [[ναΐδιον]], Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλουτ. Νουμ. 8, κτλ.
|elnltext=καλιάς -άδος, ἡ [καλιά] kapel, heiligdom.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰλῑάς:''' άδος ἡ Plut., Anth. = [[καλιά]] 1 и 4.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καλιάς:''' -[[άδος]], ἡ, = το προηγ., [[καλύβα]], σε Ανθ.· ναΐσκος, παρεκκλήσι, [[εκκλησάκι]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''καλιάς:''' -[[άδος]], ἡ, = το προηγ., [[καλύβα]], σε Ανθ.· ναΐσκος, παρεκκλήσι, [[εκκλησάκι]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰλῑάς:''' άδος ἡ Plut., Anth. = [[καλιά]] 1 и 4.
|lstext='''καλιάς''': -άδος, = τῷ προηγ., [[καλύβη]], Ἀνθ. Π. 11. 44, Πλούτ. 2. 418Α: [[ναΐδιον]], Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλουτ. Νουμ. 8, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=καλιάς -άδος, [καλιά] kapel, heiligdom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλιάς]], άδος, = κᾰλιά]<br />a hut, Anth.: a [[chapel]], Plut.
|mdlsjtxt=[[καλιάς]], άδος, = κᾰλιά]<br />a hut, Anth.: a [[chapel]], Plut.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλῑάς Medium diacritics: καλιάς Low diacritics: καλιάς Capitals: ΚΑΛΙΑΣ
Transliteration A: kaliás Transliteration B: kalias Transliteration C: kalias Beta Code: kalia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, = καλιά, hut, AP11.44 (Phld.), Plu.2.418a; chapel, shrine, IG22.1533.5 (iv B. C.), D.H.3.70, Plu.Num.8, etc.; nest, in form καλειάς, Max.Tyr.16.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1308] άδος, ἡ (verwandt mit dem Vorigen), das Hüttchen; λιτή Philodem. ep. (IX, 44); Plut. def. orac. 41; Kapelle, Num. 8 Cam. 32 D. H. 3, 70.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
1 maisonnette;
2 chapelle.
Étymologie: cf. καλιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλιάς -άδος, ἡ [καλιά] kapel, heiligdom.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλῑάς: άδος ἡ Plut., Anth. = καλιά 1 и 4.

Greek Monolingual

καλιάς, ἡ (Α)
1. μικρή καλύβα
2. βωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καλιός].

Greek Monotonic

καλιάς: -άδος, ἡ, = το προηγ., καλύβα, σε Ανθ.· ναΐσκος, παρεκκλήσι, εκκλησάκι, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καλιάς: -άδος, ἡ = τῷ προηγ., καλύβη, Ἀνθ. Π. 11. 44, Πλούτ. 2. 418Α: ναΐδιον, Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλουτ. Νουμ. 8, κτλ.

Middle Liddell

καλιάς, άδος, = κᾰλιά]
a hut, Anth.: a chapel, Plut.