καλλικρήδεμνος: Difference between revisions
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />aux belles bandelettes.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[κρήδεμνον]]. | |btext=ος, ον :<br />aux belles bandelettes.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[κρήδεμνον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καλλικρήδεμνος -ον [καλός, κρήδεμνον] met mooie hoofddoek. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλικρήδεμνος:''' [[в красивой головной повязке]] ([[ἄλοχος]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''καλλικρήδεμνος:''' ὁ, ἡ ([[κρήδεμνον]]), αυτός που έχει [[ωραίο]] [[κάλυμμα]] κεφαλιού, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''καλλικρήδεμνος:''' ὁ, ἡ ([[κρήδεμνον]]), αυτός που έχει [[ωραίο]] [[κάλυμμα]] κεφαλιού, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καλλικρήδεμνος''': ὁ, ἡ, ἔχων καλὸν [[κρήδεμνον]], ὡραῖον [[κάλυμμα]] κεφαλῆς, [[ἄλοχος]] Ὀδ. Δ. 623. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-κρήδεμνος, ὁ, ἡ, [[κρήδεμνον]]<br />with [[beautiful]] headband, Od. | |mdlsjtxt=[[καλλι]]-κρήδεμνος, ὁ, ἡ, [[κρήδεμνον]]<br />with [[beautiful]] headband, Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, with beautiful head-band, ἄλοχοι Od.4.623; θεά B.Scol.Fr.5i22.
German (Pape)
[Seite 1310] mit schöner Stirnbinde, ἄλοχος Od. 4, 623.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles bandelettes.
Étymologie: καλός, κρήδεμνον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλικρήδεμνος -ον [καλός, κρήδεμνον] met mooie hoofddoek.
Russian (Dvoretsky)
καλλικρήδεμνος: в красивой головной повязке (ἄλοχος Hom.).
English (Autenrieth)
(κρήδεμνον): with beautiful head-bands, pl., Od. 4.623†.
Greek Monolingual
καλλικρήδεμνος, ο, η (Α)
αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα του κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κρή-δεμνος (< κρή-δεμνον), πρβλ. κυανο-κρή-δεμνος, λιπαρο-κρή-δεμνος].
Greek Monotonic
καλλικρήδεμνος: ὁ, ἡ (κρήδεμνον), αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα κεφαλιού, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλικρήδεμνος: ὁ, ἡ, ἔχων καλὸν κρήδεμνον, ὡραῖον κάλυμμα κεφαλῆς, ἄλοχος Ὀδ. Δ. 623.
Middle Liddell
καλλι-κρήδεμνος, ὁ, ἡ, κρήδεμνον
with beautiful headband, Od.