Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλλίσφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />aux belles chevilles, aux beaux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[σφυρόν]].
|btext=ος, ον :<br />aux belles chevilles, aux beaux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[σφυρόν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καλλίσφῠρος''': ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου [[ἕνεκα]] νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καλλίσφυρος]]· καλή, ἀπὸ μέρους. [[εὔρυθμος]]».
|elnltext=καλλίσφυρος -ον [καλός, σφυρόν] met fraaie enkels:. καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης vanwege een meisje met prachtige enkels Il. 9.560.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίσφῠρος:''' с красивыми лодыжками, т. е. с изящными ногами ([[νύμφη]] Hom.; [[νίκη]] Hes.; Ἣβη Luc.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καλλίσφῠρος:''' ὁ, ἡ ([[σφυρόν]]), αυτή που έχει ωραίους αστραγάλους, σε Όμηρ.
|lsmtext='''καλλίσφῠρος:''' ὁ, ἡ ([[σφυρόν]]), αυτή που έχει ωραίους αστραγάλους, σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καλλίσφῠρος:''' с красивыми лодыжками, т. е. с изящными ногами ([[νύμφη]] Hom.; [[νίκη]] Hes.; Ἣβη Luc.).
|lstext='''καλλίσφῠρος''': ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου [[ἕνεκα]] νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καλλίσφυρος]]· καλή, ἀπὸ μέρους. [[εὔρυθμος]]».
}}
{{elnl
|elnltext=καλλίσφυρος -ον [καλός, σφυρόν] met fraaie enkels:. καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης vanwege een meisje met prachtige enkels Il. 9.560.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καλλίσφῠρος, ὁ, ἡ, [[σφυρόν]]<br />[[beautiful]]-ankled, Hom.
|mdlsjtxt=καλλίσφῠρος, ὁ, ἡ, [[σφυρόν]]<br />[[beautiful]]-ankled, Hom.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίσφῠρος Medium diacritics: καλλίσφυρος Low diacritics: καλλίσφυρος Capitals: ΚΑΛΛΙΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: kallísphyros Transliteration B: kallisphyros Transliteration C: kallisfyros Beta Code: kalli/sfuros

English (LSJ)

ὁ, ἡ (fem. -σφύρα Sch.B.Scol.Oxy.5i24), beautifulankled, of women, καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης Il.9.560, cf. 14.319, Od. 5.333; Νίκη Hes.Th.384; Ἥβη Poet. ap. Luc.DMort.16.1.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schönen Knöcheln am Fuße, schönfüßig, Beiwort schöner Frauen; Il. 14, 319 Od. 5, 333; νίκη Hes. Th. 384. 507; Ἥβη Luc. D. mort. 16, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles chevilles, aux beaux pieds.
Étymologie: καλός, σφυρόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίσφυρος -ον [καλός, σφυρόν] met fraaie enkels:. καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης vanwege een meisje met prachtige enkels Il. 9.560.

Russian (Dvoretsky)

καλλίσφῠρος: с красивыми лодыжками, т. е. с изящными ногами (νύμφη Hom.; νίκη Hes.; Ἣβη Luc.).

English (Autenrieth)

(σφυρά): fair-ankled.

Greek Monolingual

καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)
αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («καλλίσφυρος Ἰνώ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό-σφυρος, ροδό-σφυρος].

Greek Monotonic

καλλίσφῠρος: ὁ, ἡ (σφυρόν), αυτή που έχει ωραίους αστραγάλους, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίσφῠρος: ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου ἕνεκα νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλίσφυρος· καλή, ἀπὸ μέρους. εὔρυθμος».

Middle Liddell

καλλίσφῠρος, ὁ, ἡ, σφυρόν
beautiful-ankled, Hom.