πανδοκεύτρια: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />femme aubergiste.<br />'''Étymologie:''' [[πανδοκεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />femme aubergiste.<br />'''Étymologie:''' [[πανδοκεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πανδοκεύτρια''': , ξενοδόχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 114, Πλ. 426· μεταφορ., [[φάλλαινα]] π., ἡ ἑτοίμη νὰ καταβροχθίσῃ τὰ πάντα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 35.
|elnltext=πανδοκεύτρια -ας, ἡ [πανδοκεύω] iem. die iedereen onderdak biedt: herbergierster; overdr.: φάλλαινα πανδοκεύτρια een allesverslindend zeemonster Aristoph. Ve. 35.
}}
{{elru
|elrutext='''πανδοκεύτρια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[хозяйка гостиницы]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[всепожирательница]] ([[φάλαινα]] π. Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πανδοκεύτρια:''' ἡ, [[ξενοδόχος]], σε Αριστοφ.· μεταφ., [[φάλαινα]] [[πανδοκεύτρια]], θαλάσσιο [[τέρας]] έτοιμο να υποδεχτεί στην [[κοιλιά]] του τα πάντα, έτοιμο να τα καταβροχθίσει, στον ίδ.
|lsmtext='''πανδοκεύτρια:''' ἡ, [[ξενοδόχος]], σε Αριστοφ.· μεταφ., [[φάλαινα]] [[πανδοκεύτρια]], θαλάσσιο [[τέρας]] έτοιμο να υποδεχτεί στην [[κοιλιά]] του τα πάντα, έτοιμο να τα καταβροχθίσει, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πανδοκεύτρια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[хозяйка гостиницы]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[всепожирательница]] ([[φάλαινα]] π. Arph.).
|lstext='''πανδοκεύτρια''': , ξενοδόχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 114, Πλ. 426· μεταφορ., [[φάλλαινα]] π., ἡ ἑτοίμη νὰ καταβροχθίσῃ τὰ πάντα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 35.
}}
{{elnl
|elnltext=πανδοκεύτρια -ας, ἡ [πανδοκεύω] iem. die iedereen onderdak biedt: herbergierster; overdr.: φάλλαινα πανδοκεύτρια een allesverslindend zeemonster Aristoph. Ve. 35.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανδοκεύτρια Medium diacritics: πανδοκεύτρια Low diacritics: πανδοκεύτρια Capitals: ΠΑΝΔΟΚΕΥΤΡΙΑ
Transliteration A: pandokeútria Transliteration B: pandokeutria Transliteration C: pandokeytria Beta Code: pandokeu/tria

English (LSJ)

ἡ, hostess, Ar.Ra.114, Pl.426, Eup.9, D.C.46.6: metaph., φάλαινα π. a sea-monster ready to take all in, Ar. V.35.

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, Gastwirthinn, Ar. Plut. 426 Ran. 114 u. Sp., wie D. Cass. 46, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
femme aubergiste.
Étymologie: πανδοκεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανδοκεύτρια -ας, ἡ [πανδοκεύω] iem. die iedereen onderdak biedt: herbergierster; overdr.: φάλλαινα πανδοκεύτρια een allesverslindend zeemonster Aristoph. Ve. 35.

Russian (Dvoretsky)

πανδοκεύτρια:
1) хозяйка гостиницы Arph.;
2) всепожирательница (φάλαινα π. Arph.).

Greek Monolingual

ή, Α
βλ. πανδοκευτής.

Greek Monotonic

πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, σε Αριστοφ.· μεταφ., φάλαινα πανδοκεύτρια, θαλάσσιο τέρας έτοιμο να υποδεχτεί στην κοιλιά του τα πάντα, έτοιμο να τα καταβροχθίσει, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 114, Πλ. 426· μεταφορ., φάλλαινα π., ἡ ἑτοίμη νὰ καταβροχθίσῃ τὰ πάντα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 35.

Middle Liddell

πανδοκεύτρια, ἡ, [from πανδοκεύς
a hostess, Ar.; metaph., φάλαινα π. a sea-monster ready to take all in, Ar.

English (Woodhouse)

landlady of an inn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)