πεζομαχία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> combat d'infanterie;<br /><b>2</b> combat sur terre.<br />'''Étymologie:''' [[πεζομάχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> combat d'infanterie;<br /><b>2</b> combat sur terre.<br />'''Étymologie:''' [[πεζομάχος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πεζομαχία''': Ἰων. -ίη, , [[μάχη]] κατὰ ξηράν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ναυμαχία]], Ἡρόδ. 8. 15, Θουκ. 1. 23, 49, 100, κτλ.
|elnltext=πεζομαχία -ας, ἡ [πεζομάχος] grondgevecht.
}}
{{elru
|elrutext='''πεζομᾰχία:''' ион. πεζομαχίη сухопутный или пеший бой ([[ναυμαχία]] καὶ π. Her., Thuc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πεζομαχία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[μάχη]] κατά [[ξηρά]] αντίθ. προς [[ναυμαχία]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''πεζομαχία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[μάχη]] κατά [[ξηρά]] αντίθ. προς [[ναυμαχία]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πεζομᾰχία:''' ион. πεζομαχίη сухопутный или пеший бой ([[ναυμαχία]] καὶ π. Her., Thuc.).
|lstext='''πεζομαχία''': Ἰων. -ίη, , [[μάχη]] κατὰ ξηράν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ναυμαχία]], Ἡρόδ. 8. 15, Θουκ. 1. 23, 49, 100, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πεζομαχία -ας, ἡ [πεζομάχος] grondgevecht.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζομᾰχία Medium diacritics: πεζομαχία Low diacritics: πεζομαχία Capitals: ΠΕΖΟΜΑΧΙΑ
Transliteration A: pezomachía Transliteration B: pezomachia Transliteration C: pezomachia Beta Code: pezomaxi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A battle by land, opp. ναυμαχία, Hdt.8.15, Th.1.23, etc. 2 fighting on foot, opp. ἱππομαχία, Ph.1.191 (pl.), cf. Arr.An.1.15.4.

German (Pape)

[Seite 542] ἡ, Schlacht zu Fuße oder zu Lande; συνέπιπτε ὥςτε τὰς ναυμαχίας γίνεσθαι ταύτας καὶ τὰς πεζ., Her. 8, 15; Thuc. 1, 23. 7, 62; Pol. 5, 69, 7 u. Folgde, wie Luc. V. H. 1, 18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 combat d'infanterie;
2 combat sur terre.
Étymologie: πεζομάχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεζομαχία -ας, ἡ [πεζομάχος] grondgevecht.

Russian (Dvoretsky)

πεζομᾰχία: ион. πεζομαχίη ἡ сухопутный или пеший бой (ναυμαχία καὶ π. Her., Thuc.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ, ιων. τ. πεζομαχίη Α πεζομάχος
στρατ.
1. μάχη ανάμεσα σε δύο αντίπαλα πεζικά στρατεύματα στην ξηρά, σε αντιδιαστολή με τη ναυμαχία
2. μάχη που έδιναν οι άνδρες του ιππικού όταν αφίππευαν και, κατά συνέπεια, μάχονταν ως πεζοί στρατιώτες, ενώ λάβαιναν μέρος στη μάχη κατά κανόνα έφιπποι.

Greek Monotonic

πεζομαχία: Ιων. -ίη, ἡ, μάχη κατά ξηρά αντίθ. προς ναυμαχία, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πεζομαχία: Ἰων. -ίη, ἡ, μάχη κατὰ ξηράν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ναυμαχία, Ἡρόδ. 8. 15, Θουκ. 1. 23, 49, 100, κτλ.

Middle Liddell

πεζομαχία, ἡ,
a battle by land, opp. to ναυμαχία, Hdt., Thuc., etc. [from πεζομᾰ́χος]

English (Woodhouse)

battle between foot-soldiers, infantry battle, land battle, land fight

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)