πλησιασμός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />approche.<br />'''Étymologie:''' [[πλησιάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />approche.<br />'''Étymologie:''' [[πλησιάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλησιασμός''': , Δωρ. πλᾱτιασμός, Δῖος παρὰ Στοβ. 409. 2· ― τὸ πλησιάζειν, προσέγγισις, τοῦ φοβεροῦ Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 2. 2) σαρκικὴ [[μῖξις]], ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, Πολυδ. Ε΄, 93, Δῖος παρὰ Στοβ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|elnltext=πλησιασμός -οῦ, ὁ [πλησιάζω] het dichterbij komen, nadering.
}}
{{elru
|elrutext='''πλησιασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[приближение]] (τοῦ φοβεροῦ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> Arst. = [[πλησίασις]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πλησιασμός:''' ὁ, Δωρ. πλᾱτιασμός, Δίος [[παρά]] Στοβ.· [[πλησίασμα]], [[προσέγγιση]], σε Αριστ.
|lsmtext='''πλησιασμός:''' ὁ, Δωρ. πλᾱτιασμός, Δίος [[παρά]] Στοβ.· [[πλησίασμα]], [[προσέγγιση]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλησιασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[приближение]] (τοῦ φοβεροῦ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> Arst. = [[πλησίασις]].
|lstext='''πλησιασμός''': , Δωρ. πλᾱτιασμός, Δῖος παρὰ Στοβ. 409. 2· ― τὸ πλησιάζειν, προσέγγισις, τοῦ φοβεροῦ Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 2. 2) σαρκικὴ [[μῖξις]], ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, Πολυδ. Ε΄, 93, Δῖος παρὰ Στοβ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{elnl
|elnltext=πλησιασμός -οῦ, ὁ [πλησιάζω] het dichterbij komen, nadering.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλησιασμός]], οῦ, ὁ,<br />[[Dius]] in Stob.:— an approaching, [[approach]], Arist.
|mdlsjtxt=[[πλησιασμός]], οῦ, ὁ,<br />[[Dius]] in Stob.:— an approaching, [[approach]], Arist.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλησιασμός Medium diacritics: πλησιασμός Low diacritics: πλησιασμός Capitals: ΠΛΗΣΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: plēsiasmós Transliteration B: plēsiasmos Transliteration C: plisiasmos Beta Code: plhsiasmo/s

English (LSJ)

ὁ, Dor. πλᾱτιασμός Dius ap.Stob.4.21.16:—A approach, φοβεροῦ Arist.Rh.1382a32, cf. A.D. Adv.161.21. 2 sexual intercourse, Arist.HA536a15, Poll.5.93.

German (Pape)

[Seite 635] ὁ, Annäherung, Nähe, φοβεροῦ, Arist. rhet. 2, 5; Umgang, bes. fleischlicher, D. L. 2, 100.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
approche.
Étymologie: πλησιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλησιασμός -οῦ, ὁ [πλησιάζω] het dichterbij komen, nadering.

Russian (Dvoretsky)

πλησιασμός:
1) приближение (τοῦ φοβεροῦ Arst.);
2) Arst. = πλησίασις.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πλατιασμός, ὁ, Α πλησιάζω
1. η πράξη του πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα
2. (κυρίως για ζώα) σαρκική ένωση, συνουσία.

Greek Monotonic

πλησιασμός: ὁ, Δωρ. πλᾱτιασμός, Δίος παρά Στοβ.· πλησίασμα, προσέγγιση, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πλησιασμός: ὁ, Δωρ. πλᾱτιασμός, Δῖος παρὰ Στοβ. 409. 2· ― τὸ πλησιάζειν, προσέγγισις, τοῦ φοβεροῦ Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 2. 2) σαρκικὴ μῖξις, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, Πολυδ. Ε΄, 93, Δῖος παρὰ Στοβ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Middle Liddell

πλησιασμός, οῦ, ὁ,
Dius in Stob.:— an approaching, approach, Arist.