πολυρροίβδητος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />que l'on tire avec grand bruit.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ῥοιβδέω]].
|btext=ος, ον :<br />que l'on tire avec grand bruit.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ῥοιβδέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολυρροίβδητος''': -ον, ὁ θορυβωδῶς ἐν τάχει περιστρεφόμενος, [[πολυδίνητος]], ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 160.
|elnltext=πολυρροίβδητος -ον [πολύς, ῥοιβδέω] vele draaiingen makend:. ἄτρακτος weefspoel AP 6.160.3.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυρροίβδητος:''' [[вращающийся с гудением]], [[гудящий]] ([[ἄτρακτος]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''πολυρροίβδητος:''' -ον, αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πολυρροίβδητος:''' -ον, αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυρροίβδητος:''' [[вращающийся с гудением]], [[гудящий]] ([[ἄτρακτος]] Anth.).
|lstext='''πολυρροίβδητος''': -ον, ὁ θορυβωδῶς ἐν τάχει περιστρεφόμενος, [[πολυδίνητος]], ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 160.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυρροίβδητος -ον [πολύς, ῥοιβδέω] vele draaiingen makend:. ἄτρακτος weefspoel AP 6.160.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυρ-ροίβδητος, ον,<br />[[much]]-whirring, Anth.
|mdlsjtxt=πολυρ-ροίβδητος, ον,<br />[[much]]-whirring, Anth.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυρροίβδητος Medium diacritics: πολυρροίβδητος Low diacritics: πολυρροίβδητος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΟΙΒΔΗΤΟΣ
Transliteration A: polyrroíbdētos Transliteration B: polyrroibdētos Transliteration C: polyrroivditos Beta Code: polurroi/bdhtos

English (LSJ)

ον, much-whirring, ἄτρακτος AP6.160 (Antip. Sid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on tire avec grand bruit.
Étymologie: πολύς, ῥοιβδέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυρροίβδητος -ον [πολύς, ῥοιβδέω] vele draaiingen makend:. ἄτρακτος weefspoel AP 6.160.3.

Russian (Dvoretsky)

πολυρροίβδητος: вращающийся с гудением, гудящий (ἄτρακτος Anth.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, πολυδίνητος, ή αυτός που περιστρέφεται γρήγορα παράγοντας ταυτόχρονα πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥοιβδῶ «κινούμαι ορμητικά»].

Greek Monotonic

πολυρροίβδητος: -ον, αυτός που περιστρέφεται γρήγορα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυρροίβδητος: -ον, ὁ θορυβωδῶς ἐν τάχει περιστρεφόμενος, πολυδίνητος, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 160.

Middle Liddell

πολυρ-ροίβδητος, ον,
much-whirring, Anth.